ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ:Σπόρος

Μου άρεσε να παίζω με τα χώματα. Από μικρός, σκάλιζα τις αυλές, τους κήπους, τις γλάστρες, κάθε πιθανό σημείο που θα μπορούσε να έχει χώμα με ενθουσίαζε. Καθόμουν κάτω ή σκυφτός στα γόνατα και με τα δάκτυλα έσκαβα τη γη, και με τα δέκα δάκτυλα, με τις χούφτες έσκαβα τη γη. Δεν ξέρω αν έψαχνα κάτι, δε θυμάμαι να έψαχνα κάτι . Αλλά έβρισκα. Κι όταν έβρισκα πάνω σε πέτρες , χαιρόμουν. Τα χέρια μου πόναγαν ή γδέρνονταν κι εγώ χαιρόμουν. Που τα χέρια μου δεν κοπιάζουν άδικα, που τα έβλεπα να υποφέρουν προσπαθώντας. Τα παιδιά με συνόδευαν. Κάπως έτσι ανακαλύπτει τον κόσμο κανείς, σκεφτόμουν, με τα χώματα στα χέρια του, όχι με τη φαντασία. Έβρισκα ρίζες και τις τράβαγα , ήθελα να καταλάβω πού οδηγούν . Και τράβαγα μέχρι να σπάσουν, αυτές ή εγώ. Κάπως έτσι καταστρέφει τον κόσμο κανείς, αναρωτιόμουν, με τις ρίζες που σπάει; Ανάμεσα στις ρίζες βρίσκαμε έντομα, να προσπαθούν κάτι να κρύψουν ή να στεριώσουν. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος έντομα που θέλουν να χτίσουν ανενόχλητα τις φωλιές τους κι εμείς τις φέρνουμε στο φως. Ή τις γκρεμίζουμε.

Κάποτε γύρναγα στο σπίτι, γύριζαν κι οι φίλοι στα δικά τους. Το παιχνίδι μας τελείωνε όταν κουραζόμασταν και ρίχναμε νερό στο χώμα, να πνιγεί κάθε σημάδι πως το σκάψαμε. Το νερό είχε πάντα αυτή την ιδιότητα, να σβήνει τα ίχνη σου. Γυρνούσα σπίτι με χέρια λερωμένα, με πέτρες στις τσέπες, από αυτές που έπρεπε να ξεθάψω, και σπόρους. Όχι πολλούς, λίγους, εκλεκτούς. Η μάνα μού φώναζε που γέμιζα το σπίτι με άχρηστα πράγματα κι εγώ της εξηγούσα πως γι’ αυτό τον λόγο τα φέρνω μαζί μου. Για να μη νιώθουν άλλο άχρηστα. Οι σπόροι μου ήταν μικροί , ζαρωμένοι ή σάπιοι, τους έβρισκα γυρτούς, τον έναν πάνω στον άλλον ή τον έναν αποξενωμένο από τον άλλο. Τους έβαζα όλους σε ένα κουτί και το φυλούσα κάτω απ’ το κρεβάτι μου, να μη νιώσουν ξαφνικά υψοφοβία .  Μεγάλωσα έχοντας υψοφοβία, ίσως επειδή κάποτε σταμάτησα να παίζω με τα χώματα και πήρα μπόι. Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, απαντούσα δέντρο.

Δεν έγινα δέντρο, η φύση όμως πάντα μου ασκούσε μεγάλη επιρροή. Πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς μου με τους τεράστιους κήπους και μου έλεγε «καλωσόρισες στον παράδεισο». Γέλαγα μαζί της, γέλαγα με τούτο τον παράδεισο, όταν όμως εκείνη αρρώστησε κι έχασε πια τα κουράγια να φυτεύει, να ποτίζει, να γεννά λουλούδια, ο παράδεισος πέθανε μαζί με κείνη. Δεν έμεινε λουλούδι, δέντρο, θάμνος, σάπισαν τα περισσότερα, ξεράθηκαν, γκρέμισαν. Το νερό είχε πάντα την ιδιότητα να σβήνει τα ίχνη σου κι εμείς δεν το ρίξαμε, για να μη σβήσουμε τα δικά της. Δεν έγινα δέντρο, η φύση πάντα με δυσκόλευε. Όσα χρόνια μένω σε διαμερίσματα, δεν μπόρεσα να κρατήσω γλάστρα ζωντανή στο μπαλκόνι μου. Όσο κι αν προσπαθώ, πάντα την απογοητεύω. Ίσως δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ τον παράδεισο, ακόμα κι έναν μικρό που να χωρά στα τετραγωνικά μου. Αν μπορούσα να γύριζα τον χρόνο, θα πήγαινα σε κείνον της γιαγιάς μου  και θα μάζευα όσους περισσότερους σπόρους μπορούσα. Από τους μικρούς, τους ζαρωμένους, τους άχρηστους.

Μεγαλώνοντας σταμάτησα να μαζεύω άλλους, φοβήθηκα πως κάποια στιγμή δε θα χωράνε όλοι αυτοί κάτω απ’ το κρεβάτι μου. Ίσως να υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα, με κουτιά κρυμμένα κάτω από κρεβάτια, σπόρους που δεν έχουν νόημα ύπαρξης. Ίσως να υπάρχουν κι άνθρωποι που παίζουν με τα χώματα ακόμα. Το πιο πιθανό να κουράστηκαν ή να μη βρίσκουν χώμα πρόσφορο. Τις τελευταίες μέρες περνάω συνεχώς από μια παιδική χαρά και βλέπω τις κούνιες τυλιγμένες γύρω από τον εαυτό τους. Φοβάμαι να παραδεχτώ ότι δεν έχουμε το δικαίωμα του ύψους πια ή έστω την ψευδαίσθηση του πετάγματος. Προσπαθώ να αλλάζω σκέψεις και να μη φοβάμαι τόσο τις απώλειες. Από τότε που ήμουν μικρός είδα πολλούς παράδεισους να χάνονται. Ανήκω στη γενιά που συνήθισε να βλέπει τα δάση να καίγονται το ένα μετά το άλλο, τα σπίτια να καταρρέουν , τους ανθρώπους να σβήνουν , καλοκαίρι με καλοκαίρι ,στη γενιά  που έμαθε να ορίζει τον χρόνο χρησιμοποιώντας τις καταστροφές του σαν ορόσημα. Ανήκω στη γενιά που σταμάτησε να ονειρεύεται να γίνει δέντρο.  Μας καθησύχαζαν κάθε φορά, όταν γέμιζε ο ουρανός στάχτη και γκρίζους καπνούς, όταν μύριζες πάνω σου τις φλόγες και το καμένο ξύλο, πως όλα θα πάνε καλά, πως θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες, πως θα φυτέψουμε νέα στη θέση των παλιών. Ανήκω στη γενιά που πίστευε το δέντρο πως βγαίνει από σπόρο κι όχι από δενδροφύτευση.

Δεν ξέρω τι έχει μείνει να φυτέψουμε ή να πιστέψουμε. Σκέφτομαι να πάρω το κουτί με τους σπόρους μου και να το αδειάσω στην πρώτη διαθέσιμη ελλάδα που θα βρω μπροστά μου, θέλω να πιστεύω πως κάτι χλωρό θα ξεπροβάλλει. Από την άλλη, έχω τόσο μπερδευτεί. Δεν είμαι σίγουρος ποιος είμαι ή τι θα γίνω, αν η γενιά μου είναι όλη κλεισμένη σε κουτί κάτω από κάποιου το κρεβάτι, γεμάτη σπόρους που δε θα μεγαλώσουν ποτέ, για να μη πάθουν ποτέ υψοφοβία ή να μη πάρει ποτέ της μπόι. Μπορεί να μη μάθουμε τίποτα ποτέ. Να συνεχίσουμε να σκάβουμε , να σκάβουμε, να σκάβουμε , για να μη νιώθουμε άχρηστοι,  να μη μας πει κανείς ότι το χώμα είναι άγονο, πως είμαστε τα χέρια, οι σπόροι, τα έντομα που θέλουν ανενόχλητα να κτίσουν τις φωλιές τους , πως είμαστε οι ρίζες που κόπηκαν ή οι πέτρες που σπάνε τα χέρια μας, πως είμαστε όλα αυτά κι όχι περήφανοι, γιατί περήφανος είναι αυτός που σκάβει και βλέπει κάτι να φυτρώνει, πως είμαστε δειλοί που δε φάγαμε τους σπόρους να φυτρώσουμε μαζί τους. Στο τέλος της μέρας, όταν φτάνουμε κάπου, μία βροχή πάντα θα σβήνει τα ίχνη μας.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού