Ποίηση ή Βαρβαρότητα;

Ποίηση ή  Βαρβαρότητα;

Κριτική για το βιβλίο Λιγοστεύουν οι Λέξεις της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Το 1949 ο φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο, όταν επιστρέφει από τον επαναπατρισμό του στο Παρίσι, διατυπώνει με την περίφημη ρήση του, την αμφιβολία για το αν είναι τελικά οι λέξεις ικανές να περιγράψουν την φρίκη. «Μετά το Άουσβιτς», λέει, «είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση». Ή αλλιώς υπάρχουν περίοδοι και γεγονότα τόσο τραυματικά στην ανθρώπινη ιστορία όπου οι λέξεις λιγοστεύουν επικίνδυνα γιατί ακριβώς ο ανθρώπινος πόνος είναι τόσο μεγάλος που τις υπερβαίνει.

 

Πότε λιγοστεύουν οι λέξεις; Όταν πνίγονται παιδιά στην θάλασσα. Όταν άνθρωποι  χελώνες κουβαλούν το σπίτι τους στην πλάτη. Μία τσάντα σπίτι έγινα και προχωρώ γράφει η ποιήτρια.

 

Μετανάστες, πρόσφυγες, εσωτερική προσφυγιά, ξεριζωμός. Και η παρήχηση. Αν έθαλλες σ’ αγκάθια θηλιά, στην λίμνης την γαλήνη αν βυθίστηκες θλίψη.

 

Πόσες ιστορίες ανθρώπων χωρούν σε λίγες λέξεις; Η ιστορία του Χοσέ Χιλιανού φυγά, η ιστορία ενός πένητα ναρκοσυλλέκτη, με μέτοικο πια την σορό του στις Βόρειες χώρες, η ιστορία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου σε μία άλλη χώρα, μισή οικεία μισή ξένη, απ’ την μια να μουρμουρίζει λαϊκό τραγούδι της Σουηδίας και από την άλλη να φαντάζεται πως μαζεύει λευκό βαμβάκι σε κάμπο της Μακεδονίας. Η ιστορία του προσφυγόπουλου από την Ρωσία, η ζωή του όλη σε λίγες σπαρακτικές λέξεις:

 

Πατέρας/νεκρός/έμφραγμα/μαθηματικός/μητέρα/μουσικός/τώρα/μακριά/εργασία/εσωτερική/μεγαλοδικηγόρος/εγώ/μένω/έξω/από/πόλη/με/θείος/ορνιθοτροφειο

 

Πότε λιγοστεύουν οι λέξεις; Όταν σπάει η συνέχεια του κορμού με την ρίζα. Όταν αρχαίες φωνές κατακλύζουν σε κύματα, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει η ποιήτρια, το κορμί του μετανάστη. Ο νόστος σωματοποιημένος:

 

Κύμα παλιρροιακό φουσκώνει στην κοιλιά/μυρμηγκιάζει στο ύψος του διαφράγματος/σερνάμενο ανεβαίνει πλακώνει το στήθος/κάθεται κόμπος στο λαιμό/με πνίγει.

 

Πόσες χαμένες πατρίδες σ’ αυτήν την ποιητική συλλογή; Ο Πόντος, η σύγχρονη Ελλάδα που διώχνει τα παιδιά της, οι χώρες του πολέμου, οι χώρες της φτώχειας, η πατρίδα της παιδικής μας ηλικίας.

Πόσοι καθρέφτες σπάζουν κάθε φορά, πόσες φορές το είδωλο του ξενιτεμένου προβάλλει κατακερματισμένο;

 

Βρέφος της Άρνισσας,/ κόρη αντάρτη/χαμένο νήπιο σε οικοτροφείο της Πάργας/μαθήτρια στο χωριό του Μπελογιάννη/έφηβη φυγάς στην Ιταλία/άπατρις δίχως ιθαγένεια στο Μάλμε/πολίτης του κόσμου πλέον στη Στοκχόλμη.

 

Πόσες ιστορίες ανθρώπων σ’ αυτή την συλλογή; Οι λέξεις φορείς μνήμης, κουβαλούν στα κύτταρά τους την προγονική γλώσσα, την γλώσσα του έρωτα, του θανάτου, την αρχέγονη γλώσσα. Ακόμα και στην ξενιτειά. Ιδίως στην ξενιτειά.

 

Πώς διεγείρουν οι οικείες λέξεις σχολιάζει σε στίχο και σε τίτλο ποιήματος η ποιήτρια.

 

Στην ξενιτειά όμως και οι πυρήνες ανθρωπιάς, μικρές οάσεις  τρυφερότητας, Βόρειο Σέλας σε πυκνό σκοτάδι αποκαλεί η ποιήτρια τους ανθρώπους στην ξένη γη που η ύπαρξή τους προσφέρει παραμυθία και παρηγοριά. Και από την άλλη η προκατάληψη, ο ρατσισμός, το διαφορετικό και ανοίκειο που τρομάζει.

 

Οι λέξεις της Καϊτατζή-Χουλιούμη φάλαινες πληγωμένες στο πέλαγος, θρηνούν τον πόνο. Ο ρυθμός των ποιημάτων ασθματικός, αγχωμένος, οι στίχοι κόβονται απότομα, χαράσσουν όπως κομμάτια γυαλιού που μπήγονται στις παλάμες. Νόστος και ανέστιος, προσχώματα, αναχώματα, όρια, marginal man και Περσεφόνη στα σύνορα ζωής και Άδη.

 

Στην δεύτερη ενότητα της συλλογής με τίτλο ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑΛΟΣ

η ίδια η γη μετατρέπεται σε γυναικείο σώμα, χθόνιο, ανασαίνει με τα τέσσερα στοιχεία του, νερό, φωτιά, αέρας, χώμα, βιάζεται αλλά ταυτόχρονα παραμένει απόρθητο. Γράφει η ποιήτρια:

 

Στον κόρφο της φυλάει κρυμμένες πυρκαγιές

Αδημονεί κρατώντας στις παλάμες της κεράκια

Αναμμένα

 

 

 

Η μυσταγωγία του καθολικού πόνου, η ιερουργία της ανθρώπινης θλίψης. Η μυστική γνώση. Στην ενότητα αυτή κάτι φθείρεται και κάτι παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτο.

Τα δέντρα γνωρίζουν/οι ρίζες τους κοιτούν βαθιά/στον κορμό κύκλους αιώνων/καταγράφουν δάκρυα.

 

Και πιο κάτω:

Είναι ένα δέντρο που έχει τις ρίζες του βαθιά

φτάνουν στα έγκατα της πιο βαθιάς αλήθειας .

 

Από την μία πλευρά λοιπόν μία παγανιστική τελετουργία και από την άλλη μία επίγνωση πως στον ανθρώπινο κόσμο, οι φονικές μάσκες πληθαίνουν.

Από την μία πλευρά η βροχή, τα ρυάκια, τα δάση, οι γλάροι και οι κόνδορες  που αποτελούν το πρωταρχικό σύμπαν της αθωότητας και από την άλλη τα εγκαταλειμμένα χωριά που ρήμαξαν, τα χωριά που κάηκαν η καταστράφηκαν από την δίνη του πολέμου και τα σπίτια με την χαραγμένη οριοθετημένη  πορεία από την στιγμή της γέννησής τους. Τα σπίτια που οδεύουν όπως γράφει η ποιήτρια προς τον θάνατο.

 

Και σ’ αυτή την ενότητα υπάρχουν σύνορα. Που περιθωριοποιούν τους ανθρώπους, που τους χωρίζουν. Ο επαίτης με το χέρι μαχαίρι, η αρχόντισσα του δρόμου με την ψευδαίσθηση παρωχημένου μεγαλείου. Υπάρχει ανθρώπινος πόνος, διαμελισμένα κορμιά, αναφορά στα τρομοκρατικά χτυπήματα, στους πολέμους, στην σφραγίδα του Κάιν.

 

Υπάρχει η φρίκη, το πλαστικό κλαδί ελιάς, οι εκδοροσφαγείς και οι εξολοθρευτές δορκάδων.  Υπάρχει μία όμως και μία κληρονομιά, υποστηρίζει τελικά με αισιοδοξία η ποιήτρια. Μία μυστική ραψωδία των προγόνων, που αν την αφουγκραστούμε, θα βρούμε το χαμένο νήμα της ανθρωπιάς και της αγάπης. Οι φύτρες μας όπως γράφει η ποιήτρια:

Αδημονούν προετοιμάζονται/να σηκώσουν τον ουρανό/να σβήσουν με τ’ απαλό τους χνούδι/αρχαία μουντάδα 

 

Γιατί τελικά καταλήγει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη σ’ αυτή την τόσο μεστή και συνεκτική και πλήρη νοημάτων συλλογή της, η πατρίδα μας, η πατρίδα όλων των ανθρώπων είναι μία, η Αγάπη. Ο κόσμος.

Και τότε ξανά το άλαλο πουλί που έχει βυθιστεί στην σιωπή αιώνων, θα κελαηδήσει και πάλι.

 

Γίνομαι γιαλός/γιρλάντες γεμάτος γιασεμιά/γόνος γης γόνιμης/γαμέτης γαλήνης/γαζία γίνομαι γενέθλιας γης/γαλαξιών γεωμέτρης/γεννώ γαλουχώ/γη γεράνια γεμάτη/γιαλός γεμάτος γιασεμιά.

 


Ποίηση και Αγάπη:

σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή «Λιγοστεύουν οι Λέξεις» της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

γράφει η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

 

 

Μπορεί σύμφωνα με τον Μπόρχες, που επικαλείται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου η ποιήτρια, η τελευταία σταγόνα της κλεψύδρας να περικλείει δύο πράγματα, την αγάπη αλλά και τη γνώση της λειτουργίας του σύμπαντος, ωστόσο ο ποιητής μονίμως θα απορεί που η αγάπη αυτή απουσιάζει θέτοντας η έλλειψή της το σύμπαν της ανθρωπότητας σε τροχιά διωγμών και εξόντωσης.

 

Με τη συλλογή της «Λιγοστεύουν οι λέξεις» η Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη καταδεικνύει το μελανό των ημερών μας ζήτημα της προσφυγιάς που ως κορυφή του παγόβουνου κρατά κρυμμένα μέσα του τόσα άλυτα θέματα.

 

Γιατί η αναχώρηση ως πράξη απόγνωσης και βίαιης απόφασης καταλήγει σε ένα μούδιασμα του νου απέναντι στο ασαφές του προορισμού, μετατρέπεται σε πράξη ελευθερίας ανελεύθερη, που πνίγει ασφυκτικά όποιον την υποστεί.

 

Η ασφυξία τούτη μεταδίδεται και σαν επιδημία αφαιρεί σταδιακά τις αντιδράσεις, αφαιρεί τις λέξεις, ώσπου να αφαιρέσει τέλος και την ίδια την αναπνοή.

Μουδιασμένες / λιώνουν στο στόμα / χάπι πικρό / κόμπος στο λαιμό / με πνίγουν.

 

Είναι φορές λοιπόν που η γλώσσα βιώνει την απώλεια των δυνατοτήτων της να θρηνήσει και να περιγράψει. Απλώς, καταδεικνύει το ανείπωτο και αρκείται να κοιτάζει. Μόνο που ό,τι βλέπει δεν είναι παρά αναχώρηση και ξεριζωμός. Και είναι αυτό ένα σημείο που απλώνεται σε όλη τη συλλογή υπόγεια, επιφανειακά και την κυκλώνει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τις ρίζες. Οι ρίζες λοιπόν και η ακύρωση του ρόλου τους λειτουργούν στη συλλογή ως μόνιμη επωδός:

Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας / πρόσφυγες οι γονείς / μετανάστες εσωτερικοί μετά / άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες / Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς / ας ριζώθηκαν στο έρμα μας πατρίδες / Και τώρα των παιδιών μας η σειρά / ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται / ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας.

 

Στο ποίημα «Μια τσάντα σπίτι» αναφερόμενη και πάλι στον ξεριζωμό γράφει:

Πολλά τα ξερι-ζώματα / ολοκληρωτικά απειλούν να με συνθλίψουν / Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ»

 

Στο ποίημα «Εξόριστοι» μιλά επίσης για μία μήτρα μητριά και για ξεριζωμένους που με την εωθινή κραυγή -όπως ο άσωτος- νοσταλγούν κι εκείνοι την επιστροφή στο σπίτι του πατέρα. Οι ρίζες και η ακύρωσή τους συνεχίζονται στο ποίημα «Θρύμματα» όπου οι περιπλανώμενοι της γης παρουσιάζονται ως θρύμματα / διάσπαρτα / διάτρητου δοχείου περιεχόμενο / διάχυτο παντού / περιρρέουν / άμορφη μάζα / οι ρίζες τους /ρινίσματα / συμπαντικής σκόνης /στης νύχτας το βλέφαρο, ενώ στο ποίημα «Πρόσφυγες» γράφει:

 

Κλάδεψαν τις φτερούγες μας / τις φύτρες μας τις ξερίζωσαν / επανειλημμένα / αποτρόπαια // Πορευόμαστε / κρατάμε σταθερά το μέσα νήμα / νέο ξερίζωμα απειλεί // Και με κομμένες τις ρίζες / θα σταθούμε όρθιοι / και με σπασμένα κλαδιά / θ’ ανθίσουμε /Γιατί ό,τι έχουμε το κουβαλάμε μέσα μας / Οι ρίζες φύτρωσαν εντός / μας κρατάνε στέρεα σ’ ελπίδας έδαφος / Τα φύλλα στο φυλλοκάρδι μεγάλωσαν / τα λουλούδια ανθήσαν στα μάτια / Ο σπόρος στο δάκρυ και στο χαμόγελο μέστωσε // Ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν / και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα.

Η περιπέτεια των πολλαπλών αποκοπών και των επαναλαμβανόμενων ριζωμάτων δεν αποτελεί για τη Δέσποινα υπόθεση παρατήρησης και ανθρωπιστική καταγραφή οδυνηρών συμβάντων. Το προσωπικό της παρελθόν σφραγισμένο από την προσφυγιά με πρόσφυγες γονείς το ’22, με την ίδια στη συνέχεια να εγκαθίσταται στη Σουηδία για σπουδές και να επιστρέφει πάλι αναγκάζοντας την ψυχή της να βιώσει μια αποκοπή-επιστροφή την ώρα που είχε επισυμβεί η προσαρμογή και η εξοικείωση.

 

Είναι η στιγμή που η προϊσταμένη της στη Σουηδία τής αναγνωρίζει επιτυχή προσαρμογή, ενώ η ίδια στην άκρη του κρεβατιού μέχρι το χάραμα με έναν κόμπο στο λαιμό φαντάζεται τον εαυτό της σε κάμπο Μακεδονικό λευκές νιφάδες βαμβάκι να μαζεύει και να επεξεργάζεται το δίλημμα. Μόνο που τότε στο δίλημμα δόθηκε η απάντηση και έκτοτε της έγινε συνήθεια ο τρόπος κατάργησης του διχασμού. Πρόκειται για μία συνήθεια-επινόηση της ίδιας, με άλλα λόγια μια ιδιότυπη μεταφορά που λειτουργούσε πάντοτε ως άμυνα προσωπική και σωτηρία. Επέλεξε δηλαδή να κουβαλά τον τόπο, να συγχωνεύει τις δυο πατρίδες στην καρδιά. Το ζήτημα της πατρίδας λοιπόν βρίσκει στους στίχους της την ουσιαστική του οριοθέτηση, καθώς μετακινείται από τα εξωτερικά όρια και τις συντεταγμένες και παρουσιάζεται σαν λειτουργία συναισθηματική που της επιτρέπει να έχει τον έλεγχο η ίδια. Ως εκ τούτου, τεχνουργεί και εδραιώνει έναν κόσμο σταθερά αμετακίνητο, καθώς είναι κόσμος φερόμενος ως ένθετος οργανισμός στον ίδιο τον οργανισμό των ανθρώπων, στην καρδιά τους.

 

Κι επειδή η αγάπη, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην ιγ΄ προς Κορινθίους επιστολή, ουδέποτε εκπίπτει, γι’ αυτό και επιλέγεται ως η πλέον ασφαλής πατρίδα από την ποιήτρια. Αυτό συμβαίνει, καθώς δεν εξαρτώνται τα όρια της αγάπης από χάρτες γεωγραφικούς και χειρισμούς εξωτερικής πολιτικής, εφόσον συνιστά μια περιοχή που φανερώνει τον κόσμο στην πιο αρχαία σύστασή του. Ο κόσμος αυτός, όπως γράφει, ορίζεται απ’ το βλέμμα μας και διαθέτει βροχές και ήλιους, δέντρα και βουνά και ρίζες βαθιές αρχέγονες. Οι στίχοι της λοιπόν αναθέτουν την ελπίδα του κόσμου σε δυο στοιχεία πρωταρχικά. Στην αναζήτηση των αρχαίων ριζών και στην αγάπη.

 

Με πάτημα σταθερό επάνω στο αρχαίο νόημα μάς προτρέπει να ατενίσουμε τα πέλαγα, να αναζητήσουμε σχεδίες και να επινοήσουμε, αν χρειαστεί, και τις Ιθάκες μας ακόμα. Προτείνει την αγάπη ως νέο τραγούδι των επιγόνων, ευελπιστώντας να μετατραπεί σε σπίτι και πατρίδα. Γράφει: πατρίδα μου η αγάπη / το χώμα των δακρύων μας / αρχαίες λέξεις οι λέξεις μου / λέξεις που μου φανέρωσαν τον κόσμο […] «Πατρίδα μου η αγάπη».

 

Στους στίχους της Χουλιούμη αντηχεί και μία εναλλαγή. Δεν περιορίζονται δηλαδή τα ποιήματα σε μια μονότονη περιγραφή αναχώρησης και περιπλάνησης ανέστιων προσώπων. Κάποτε ακούγεται και ο ελαφρύς ήχος ενός χτυπήματος στην πλάτη, που όμως είναι ο ήχος από το χτύπημα που δίνουν οι ίδιοι οι πλάνητες στον εαυτό τους, μήπως τον ενθαρρύνουν. Το σπέρμα της ελπίδας ως ενδιάθετη κατάσαρκη συνθήκη έρχεται με μιαν επαγγελία βλάστησης που, αν και υπόκωφη, εντούτοις ακούγεται ρυθμικά χαράζοντας έναν ορίζοντα πράσινης ανθοφορίας παρά την ξηρασία και την αφυδάτωση του κοινωνικού τοπίου. Σκιαγραφείται, συνεπώς, η διεργασία επαναφοράς που εκκινεί από πολύ παλιά και καταφθάνει ως δυνατότητα ανάκαμψης αψηφώντας λάθη και κόπωση, δισταγμούς και απελπισία.

 

Κάτι χλωρό και αυτοφυές ακολουθεί την καταστροφή έχοντας την πρόθεση να επιδιορθώσει ή και να σβήσει οριστικά την αρχαία μουντάδα.

Δέντρο στεγνό ορθώνεται / τ’ αγγίζω / αφουγκράζομαι / Σπασμένες οπλές αλόγων / ανασύρονται / από μέσα / αργά τα βήματα / τακ τακ τακ τακ τακ τακ / Η θλίψη μας / διαγράφεται / στο φλοιό / Τακ τακ τακ τακ τακ τακ / σπασμένες οπλές αλόγων / ακούγονται υπόκωφα / έπειτα εισχωρούν / στην αταραξία της λήθης / Ακούγονται υπόκωφα και  χάνονται / ακούγονται υπόκωφα και  χάνονται //Κάποτε οπλές αλόγων θα ηχήσουν ξανά καλπάζοντας / στα πράσινα δέντρα των ονείρων μας / Τακατάκ τακατάκ τακατάκ / Τακατάκ τακατάκ τακατάκ // Βαδίζω βυθισμένη στο πράσινο / ακούω οπλές αλόγων / Ανασύρονται από τα βάθη αιώνων / καλπάζουν μέσα από κορμούς δέντρων / Τακατάκ τακατάκ τακατάκ / Τακατάκ τακατάκ τακατάκ.

 

Στα ποιήματα της συλλογής κάποτε εμφανίζονται εικόνες πολεμικής παράνοιας που παραπέμπουν στα «απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, με παιδιά που παίζουν τον πόλεμο υποδυόμενα το θύμα και τον θύτη […]υποκινητές της ήττας των ερωδιών και / κολεοπτέρων / Εσείς δορκάδες διαμελισμένες το τέλος του πολέμου / θα’ χατε δει / Εμείς ολέθριοι εξολοθρευτές δορκάδων / δεινοί εκδοροσφαγείς καταπατητές καθημαγμένων / τόπων […] «Θα παίξουμε τον πόλεμο».

 

Προχωρώντας την ανάγνωση διαπιστώνουμε ότι το «σπίτι» στην ποίηση της Χουλιούμη είναι ένας τόπος σύμβολο που αποκτά διαστάσεις μυθικές και λειτουργώντας υπερβατικά άλλοτε μεταμφιέζεται άλλοτε γίνεται αόρατο και νοητό, κάποτε κινείται αυτοβούλως και ακυρώνει τις προδιαγραφές του. Το σπίτι επιπλέει στη ράχη της θάλασσας, περιμένει καρτερικά να στεγάσει την προαιώνια αποστολή του κι άλλοτε γυμνό και κατακρεουργημένο, πριν καν να γεννηθεί, οδεύει προς τον θάνατο. Και αφού, όπως προαναφέρθηκε, στη συλλογή αυτή δεν καταπίνει το σκότος την ελπίδα, διαβάζουμε την επινοημένη αντίσταση που η ποίηση προτείνει, μία διάσωση ευφάνταστη και καθαρά προσωπική.

 

Το πρόσωπο μεταλλάσσεται το ίδιο σε σπίτι και πατρίδα και την άλλη στιγμή μεταμορφώνεται σε τσάντα που κουβαλά το σπίτι με μια πραότητα θαυμαστή που δείχνει να μην έχει ανάγκη πια κανέναν, να αναλαμβάνει το ίδιο να αντισταθεί στον ξεριζωμό του, να έχει λόγο και άποψη για την προσωπική του μοίρα. Παίρνει η φαντασία τα πράγματα στα χέρια της και προχωρά.

 

Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ / Είμαι το σπίτι μου λιτό κι απέριττο / συμμετρικό και σταθερό παλεύω να ’μαι / κι ας είναι τα μπαλκόνια μου μικρά / κι ας έχω τα θεμέλια προς τα μέσα / Με ξαναχτίζω μ’ επανατοποθετώ […] Μια τσάντα σπίτι είμαι / και τα χερούλια μου κρατώ σφιχτά μες στην καρδιά […] «Μια τσάντα σπίτι».

 

Συμβαίνει, όμως, κάποτε κι αυτό, ο δρόμος γίνεται σπίτι, μάλιστα σπίτι ανοιχτό σε επισκέψεις και καλέσματα, σπίτι μεγαλοαστής με κουδούνι που οι φίλοι το χτυπούν, με καμαριέρα που σερβίρει τον καφέ και με σαλόνι που έχει καναπέ με την κυρία καθισμένη κρατώντας τον γάτο αγκαλιά και έχοντας τριγύρω της σακούλες πλαστικές. Μία υπαίθρια παρωδία κανονικής ζωής, την ώρα που οι υποτιθέμενοι επισκέπτες δεν είναι παρά υπάλληλοι του Δήμου και δικαστικοί κλητήρες, με το πραγματικό σπίτι να έχει κάνει φτερά, χωρίς όμως να έχει πάρει μαζί του το χιούμορ και τη διάθεση για ζωή.

 

Τα σπίτια συνεχίζουν να ελπίζουν, γιατί ελπίζουν τα δέντρα, γιατί τα δέντρα γνωρίζουν την αλήθεια, μια γνώση που προέρχεται από τον ουρανό που τον αγγίζουν τα κλαδιά τους. Τα δέντρα, μας λέει το ποίημα, έχουν κρυμμένα μυστικά που κάποτε τα εκμυστηρεύονται […] Είναι ένα δέντρο που πάντα κάτι έχει να μου πει / εχθές μου έλεγε για πετρωμένα πουλιά / προχθές πρόσφερε τάματα στην αγάπη / ύφαινε για τον έρωτα προστατευτικό πέπλο / Σήμερα στωικά μου μίλησε για φονικές μάσκες / πληθαίνουν ψιθύρισε κοίτα πώς έρχονται / κι έδειξε πέρα «Είναι ένα δέντρο».

 

Η φύση με έντονη την παρουσία της στις σελίδες του βιβλίου δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό που φέρει στο πλαίσιό του την ιστορία της απόγνωσης των προσφύγων. Η φύση καθορίζει μία περιοχή σοφίας και ασφάλειας, μία καταφυγή και ένα μέτρο των ορίων του ανθρώπου, κάτι σαν οδηγός ασφαλείας ή ένα όριο, ένας δείκτης του εκτροχιασμού μας. Η απύθμενη θάλασσα, τα δέντρα, οι ρίζες των αιωνόβιων δέντρων, τα παρθένα δάση και τα ρυάκια είναι οι παραστάτες στο σκηνικό του τρόμου και η υπόμνησή μας, το αεράκι ανανέωσης που πνέει και επιβεβαιώνει σε όλους μας τους στίχους του Τάκη Βαρβιτσιώτη πως «μονάχα η λευκή ανθοφορία του τοκετού της αγάπης εντέλει διαρκεί».

 

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού