Δημοκρατία και Τεχνο-Πολιτική: Η Τεχνολογία ως Κριτικός Λόγος

[Το παρακάτω κείμενο είναι μια ελαφρώς αναθεωρημένη έκδοση του άρθρου: «Η Τεχνολογία ως Κριτικός Λόγος» (2006) Ενημερωτικό Δελτίο Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, τχ. 2421, σσ. 19-20 (με Θ. Τσέκερη).]

Σε γενικές γραμμές, ο όρος «τεχνολογία» μάς παραπέμπει στη μόνιμη προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει και να ελέγξει τη φύση. Σύμφωνα με τον Βρετανό κοινωνιολόγο Steve Woolgar, η κατανόησή του είναι πρωταρχικής σημασίας για τη λύση δύσκολων θεωρητικών προβλημάτων που αφορούν στο «πώς παράγεται και κατανέμεται η γνώση, ποια είναι η φύση και η πηγή της εξειδίκευσης, ποιες είναι οι κοινωνικές και οργανωτικές συνέπειες της εισαγωγής νέων τεχνολογιών» (Woolgar 2003: 9). Επιπλέον, η κατανόηση αυτή είναι προϋποθετική για τη βαθύτερη ανάλυση της σύγχρονης πολιτικής ζωής (Barry 2001).

Ο ρόλος της τεχνολογίας έγινε κομβικός κυρίως στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, όταν δηλαδή έπαψε να αναφέρεται αποκλειστικά σε μηχανές και συνδέθηκε προοδευτικά με μορφές γνώσης, ενημέρωσης και επικοινωνίας, με «μηχανές που σκέπτονται», με τη βιοτεχνολογία και τη νανοτεχνολογία, με την «τεχνητή νοημοσύνη» (artificial intelligence) και την «τεχνητή ζωή» (artificial life), με «τεχνολογικές μορφές ζωής» (Lash 2002). Παραδοσιακά, η τεχνολογία αποτέλεσε μια σημαντική εστία κοινωνικοεπιστημονικού ενδιαφέροντος, από τη σκοπιά των πραγματικών και δυνητικών επιδράσεών της στην κοινωνία και, ειδικότερα, στην εργασία και την οργάνωσή της. Αυτή η σκοπιά είναι κεντρική στην προσέγγιση του τεχνολογικού ντετερμινισμού, η οποία λίγο-πολύ συσχετίζεται με ορισμένες εκδοχές του Μαρξισμού. Συσχετίζεται δηλαδή με την (ματεριαλιστική) άποψη ότι οι τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα να επικαθορίζουν την πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η αναλυτική μας προσοχή στρέφεται προς τις συνέπειες (θετικές ή αρνητικές) της τεχνολογίας πάνω στην κοινωνική δομή. Ωστόσο, η σύλληψη της τεχνολογίας ως ενός μεγέθους σχετικά ανεξάρτητου από (ή εξωτερικού προς) την κοινωνία είναι προβληματική. Η κοινωνία επηρεάζει και ταυτόχρονα επηρεάζεται από την τεχνολογική εξέλιξη.

Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός (technological determinism) είναι εύκολα ευάλωτος στα αναρίθμητα παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία οι τεχνολογικές επιδράσεις αποκλίνουν σημαντικά από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Επιπροσθέτως, πολλές φορές, αλυσίδες ετερόκλητων επιδράσεων προκύπτουν από την ίδια τεχνολογία (MacKenzie 1987). Τοιουτοτρόπως, σχηματίζεται η υποστηρικτική εμπειρική βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται οι απόψεις περί της «κοινωνικής διαμόρφωσης της τεχνολογίας» (social shaping of technology). Εδώ, οι τεχνολογίες δεν εκλαμβάνονται ως «ουδέτερες», αλλά ως ένα προϊόν διαφόρων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και μηχανισμών (βλ. π.χ. MacKenzie/Wajcman 1985).

Επίσης, ο ρόλος του μεγάλου «εμπνευσμένου» (μοναχικού) εφευρέτη θεωρείται εντός κοινωνικού πλαισίου και η τεχνολογική ανάπτυξη συσχετίζεται πλέον με κοινωνικές διαδικασίες – κι όχι με μια γραμμική, προοδευτική συσσώρευση ανθρώπινων επινοήσεων και τεχνημάτων (artefacts). Εν ολίγοις, η τεχνολογία είναι η κατάληξη μιας αβέβαιης, ιστορικά-τοποθετημένης διαδικασίας κοινωνικής κατασκευής. Παρομοίως, η τεχνολογία συχνά ερμηνεύεται ως ένα «πολιτισμικό κατασκεύασμα» (cultural construct). Με άλλα λόγια, η τεχνολογία ενσωματώνει κοινωνικές σχέσεις και περιστάσεις, συμπυκνώνει κοινωνικές αξίες, υποθέσεις, πεποιθήσεις, κοκ. Αποκρυσταλλώνει δηλαδή συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής τάξης (Latour 1988). Παρά ταύτα, ούτε ο τεχνολογικός ντετερμινισμός της κοινωνίας ούτε ο κοινωνικός ντετερμινισμός της τεχνολογίας επαρκεί για να αναδείξει τη λεγόμενη «ερμηνευτική ελαστικότητα της τεχνολογίας» (interpretive flexibility of technology), την ευρεία ποικιλία δυνατών σχεδιασμών και χρήσεων. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα μέσω της εφαρμογής της μεταφοράς της «τεχνολογίας ως κειμένου» (Gill/Woolgar 1995). Η μεταφορά αυτή τονίζει την κοινωνική περιχαράκωση και την ενδιάθετη ριζική αβεβαιότητα των διαδικασιών και του σχεδιασμού (γραφής) και της χρήσης (κατανάλωσης, ερμηνείας, ανάγνωσης) της τεχνολογίας, και επικεντρώνει την αναλυτική μας προσοχή στις πολύπλοκες (και μη-αποφασίσιμες, κατά τον Stuart Hall) σχέσεις ανάμεσα σε παραγωγούς (συγγραφείς) και χρήστες (αναγνώστες).

Οι επιδράσεις της τεχνολογίας «χτίζονται» κατά τη μακρά και ασυνεχή διαδικασία του σχεδιασμού της και αναπαράγονται, ανασκευάζονται ή αποδομούνται κατά τη διάρκεια της χρήσης της. Αλλά η υπερβολική έμφαση στη ρητορική και την «κειμενικότητα» (textuality) οδηγεί σε ένα νέο είδος αναγωγισμού, έναν (ίσως ιδεαλιστικό) κειμενικό αναγωγισμό, όπου και η τεχνολογική παραγωγή και η τεχνολογική χρήση εξαρτώνται αποκλειστικά από τις δικές μας υποκειμενικές πρακτικές «γραφής και ανάγνωσης».

Η τελική λύση μπορεί ίσως να δοθεί στις ίδιες (γλωσσολογικές, επικοινωνιολογικές) γραμμές σκέψεις, μετατοπίζοντας όμως την αναλυτική μας έμφαση από τη μεταφορά του κειμένου στη μεταφορά του λόγου (discourse). Η τελευταία μεταφορά είναι, κατά τη γνώμη μου, επαρκέστερη διότι ενσωματώνει ταυτόχρονα και την ουσιώδη πολλαπλότητα των νοημάτων της τεχνολογίας και τις υλικές της διαστάσεις. Αντλώντας από τη γλωσσική θεωρία του Michel Foucault, η χρήση του «λόγου» (παρά μάλλον του «κειμένου» ή της «αφήγησης») συναρθρώνει στο ίδιο αναλυτικό πλαίσιο το «κείμενο» και το «συγκείμενο» (context), το τεχνικό περιεχόμενο και τα οργανωτικά κοινωνικά συμφραζόμενα, τα τεχνολογικά γεγονότα και τις κοινωνικές αξίες.

Αξιοποιώντας λοιπόν τα «φυσικά» συνδυαστικά πλεονεκτήματα της έννοιας του λόγου (λέξεις + πράγματα, κοινωνικές αφηγήσεις + κοινωνικές πρακτικές αντίστασης, συμβολικές αναπαραστάσεις + μετασχηματιστικές δράσεις), αναδεικνύουμε εναργέστερα τη διαδικασία αμοιβαίας συγκρότησης μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας, γνώσης και υλικής πραγματικότητας. Αναδεικνύουμε, για να παραφράσω τον Steve Fuller, και την κοινωνικοποίηση της τεχνοεπιστήμης και την τεχνοεπιστημονικοποίηση της κοινωνίας. Είναι μια κυκλική διαλεκτική σχέση αμοιβαιότητας (ή «συν-ανάδυσης», για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της σύγχρονης κοινωνιολογικής θεωρίας των αυτοποιητικών συστημάτων), η οποία, εν τούτοις, δεν θα πρέπει να αποκλείει μια ελάχιστη κριτική απόσταση μεταξύ γνώσης (τεχνο-επιστήμης) και κοινωνίας, ούτως ώστε να είναι εφικτός και αποτελεσματικός ο έλεγχος των κυρίαρχων θεσμών και των καθοσιωμένων σχέσεων εξουσίας (βλ. Pels 1996).

Έτσι, η τεχνολογία ως κριτικός λόγος μπορεί πράγματι να υποσχεθεί τη διάνοιξη των απαραίτητων «χώρων δυνατότητας» (Heidegger) για νέες δημοκρατικές δημόσιες σφαίρες και τη διεξαγωγή ενός μόνιμου, ανοιχτού και συμμετοχικού «δημόσιου διαλόγου» (Gouldner). Πρόκειται ίσως για ένα είδος «τεχνο-πολιτικής», το οποίο, για να θυμηθούμε τον Douglas Kellner, δύναται να ενσαρκώσει τον ξεχασμένο ρόλο του «κριτικού-αντιπολιτευόμενου δημόσιου διανοουμένου».

Βιβλιογραφία Barry, A. (2001) Political Machines: Governing a Technological Society. London: Athlone Press. Grint, K./S. Woolgar (1995) “On Some Failures of Nerve in Constructivist and Feminist Analyses of Technology” Science, Technology and Human Values 20(3): 286-310. Lash, S. (2002) Critique of Information. London: Sage. Latour, Β. (1988) The Pasteurization of France. Cambridge MA: Harvard University Press. MacKenzie, D. (1987) Inventing Accuracy. Cambridge, MA: MIT Press. MacKenzie, D./Wajcman, J. (επιμ.) (1985) The social shaping of technology. Milton Keynes: Open University Press. Pels, D. (1996) “The Politics of Symmetry” Social Studies of Science 26(2): 277-304. Woolgar, S. (2003) Επιστήμη: Η ιδέα καθ’ αυτήν. Αθήνα: Κάτοπτρο.  

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού