#058 Dr. Ψ

Είμαι στον Πλαταμώνα ή για την ακρίβεια στον Νέο Παντελεήμονα. Αν έλεγα πως μπορεί να είμαι και στους Νέους Πόρους θα πλεόναζα και ο αναγνώστης θα υποπτευόταν πως εδώ κάτι δεν πάει καλά και είναι προφανές πως θέλω να τον ξεγελάσω. Η ελάχιστη γεωγραφική απόσταση ανάμεσα στις δύο πρώτες αναφορές δημιουργεί μια πρώτη ίντριγκα στο μυαλό του, από τη στιγμή που το ρήμα «είμαι» δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: είμαι μόνο σε έναν συγκεκριμένο τόπο τη στιγμή που το δηλώνω και η αμφιβολία για τον τόπο όπου βρίσκομαι είναι η απαρχή της περιέργειας και η δημιουργία της απαραίτητης αναμονής που χρειάζεται κάποιος για να συνεχίσει να διαβάζει αυτό το κείμενο. Αν έλεγα πως είμαι στον Πλαταμώνα ή μπορεί και στην Όστια, θα ακουγόταν υπερβολικό και ξεφωνημένο. Μπορώ να σας υποβάλλω το ρωμαϊκό επίνειο κάνοντας μια άλλου είδους αναφορά: «είμαι στον Πλαταμώνα ή για την ακρίβεια στον Νέο Παντελεήμονα» λοιπόν, «και βλέπω κάποιους έφηβους νέους δεκατεσσάρων με δεκαεπτά χρόνων να κάνουν βουτιές και καταδύσεις από τα βράχια δίπλα στην εγκαταλειμμένη σήραγγα της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής».

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αγαπούσε τις λαϊκές πλαζ, τις λαϊκές αγορές και τα λαϊκά αγόρια. Αγαπούσε τις λαϊκές ταβέρνες και τα κουτούκια, το χύμα λευκό κρασί του Φρασκάτι. Με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι μπορεί να έτυχε να φάμε μαζί στην ίδια ταβέρνα στη γειτονιά του Σαν Λορέντσο το 1974, όταν λόγω της απεργίας στη Λέσχη του πανεπιστημίου μας μοίραζαν κουπόνια για κατανάλωση γευμάτων στα «εστιατόρια που τρώνε τα συνεργεία». Οι απεργίες τότε κρατούσαν ολόκληρους μήνες, η δε συγκεκριμένη των υπαλλήλων στη φοιτητική λέσχη μπορεί να κράτησε κι ολόκληρο το Β΄ εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1973-1974. Έπρεπε πρώτα να γράψω το ποίημα Ραψάνη αυθόρμητα και νομίζοντας πως γράφω για την πεθαμένη μάνα μου, για να αντιληφθώ μετά από καιρό πως ήταν ένα καθαρά «παζολινικό» ποίημα, και να γίνει η Ραψάνη η αφορμή να κατανοήσω από μέσα τον Παζολίνι που τόσα χρόνια διάβαζα και μου αντιστεκόταν σθεναρά και μετά να αποφασίσω να αναμετρηθώ με την πρόζα και τις ιστορίες από το μαγαζάκι της Ψυχιατρικής: να αναζητήσω τη χάρη σε ταπεινούς τόπους, να μετουσιώσω σε αισθητική απόλαυση την ασχήμια του κόσμου.

Χρόνια τώρα στις κουβέντες μας με τη φίλη μου Πόπη Γκανά επανερχόμασταν στην επιθυμία μου να γράψω ένα βιβλίο με αφηγήσεις από τη δουλειά μου με τους «τρελούς», αλλά έπρεπε να μισοεγκαταλείψω το επάγγελμα, να φύγω από την Αθήνα, να μπει η θεραπευτική απόσταση ανάμεσα στα «περιστατικά» και την συγκινησιακή τους φόρτιση, να αρχίσουν να μπερδεύονται μέσα μου τα λόγια των δασκάλων, να ξαναδιαβάσω πολλές φορές τις Ιστορίες της παλάμης του Καουαμπάτα, να κάνω μεταφορά έδρας στη Λάρισα.

Η φίλη μου που με ρωτάει στο τηλέφωνο «πού είμαι», ξέρει πως είμαι πλέον μόνιμος κάτοικος Λάρισας. Όταν της απαντάω πως «είμαι Πλαταμώνα ή για την ακρίβεια στον Νέο Παντελεήμονα» έχει την υποψία γνωρίζοντας τα άσχημα οικονομικά μου πως ψεύδομαι, μεσούντος του θέρους, και δέχεται το ψέμα μου με συγκατάβαση: από υπερηφάνεια δηλώνω πως είμαι στον Πλαταμώνα κι όχι στη Λάρισα, όπου δέχομαι στην πραγματικότητα το τηλεφώνημά της. Αντιθέτως θα μπορούσε να ήμουν στον Πλαταμώνα και να της έλεγα πως είμαι Λάρισα επειδή ντρέπομαι που κάνω διακοπές σε περίοδο καπκοντρόλς.

Ο δόκτωρ Ψ δηλώνει πως αυτήν ακριβώς τη στιγμή είναι στον Νέο Παντελεήμονα. Μόλις βγήκε από την εγκαταλειμμένη σήραγγα της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής όπου στα δεκαεπτά του χρόνια ξάπλωνε δίπλα στις ράγες του τρένου με τους φίλους του και ηδονίζονταν με την ταχύτητα που περνούσαν από πάνω τους σφυρίζοντας τα τρένα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Menu