#043 Wild horse: Makis Lachanas

Ο Μάκης Λαχανάς με τίμησε με τη φιλία του και μού έκανε δώρο μια καινούργια λέξη: μού μίλησε για τα ασχοίνιαστα άλογα του θεσσαλικού κάμπου: αγέλες άγριων αλόγων που περιφέρονταν στις παρυφές του Κισσάβου και του Ολύμπου. Οι άνθρωποι είναι οι λέξεις τους. Θυμάμαι τον Κώστα Μαυρουδή να μου λέει υποτιμητικά για κάποιον πως «δεν του έδωσε ούτε μια φράση να περάσει στα ημερολόγιά του». Άνθρωποι που κουβεντιάζεις ώρες και μέρες μαζί τους χωρίς να σώζεις τίποτα από την κουβέντα τους, να μην σου μένει τίποτα από τη συναναστροφή τους. Ο Μάκης Λαχανάς μού ξεκλείδωσε με τη λέξη του και τo “wild horses”, ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια των Rolling Stones: πώς θα μεταφράζατε στα ελληνικά; άγρια άλογα; Αδάμαστα άλογα; Για δοκιμάστε να το μεταφράσετε «ασχοίνιαστα άλογα» και το τραγούδι αποκτάει την πραγματική του διάσταση.

Έπειτα από μια βόλτα στο γειτονικό βουνό Γκεντίκι, το όρος Μώμψιον, κι αφού με πήγε στο βράχο, σαν θρόνος, από όπου στέκονταν με τον Τάκη Τλούπα κι αγνάντευαν τον κάμπο, με οδήγησε σε κάτι φίλους του να πιούμε καφέ. Με πήγε σε ένα τολ μέσα στο λασπωμένο κάμπο, σε ένα κτήμα χωρίς κάποια ιδιαίτερη εξωτερική διαρρύθμιση, νόμισα πως βρέθηκα σε όνειρο: στον τοίχο απέναντι από την είσοδο αντίκρισα έναν πίνακα του Μαρκ Σαγκάλ. Ήταν Λαρισαίοι που παρακολουθούσαν τις εκθέσεις και τις δημοπρασίες έργων τέχνης στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, που πήγαιναν για να απολαύσουν μόνο και μόνον ένα καφέ στο Παρίσι και τη Ρώμη. Ο Μάκης Λαχανάς είχε αυτό το χάρισμα που έχουν οι πραγματικοί κοσμοπολίτες να σε κάνουν να αισθάνεσαι άνετα όπου κι αν βρίσκεσαι. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των φίλων του, ποτέ δεν τα συγκράτησα, και δεν θυμάμαι που βρίσκεται το τολ-γκαλερί. Θυμάμαι μόνο σαν σε όνειρο να βγάζουμε τα λασπωμένα μας παπούτσια και να απολαμβάνουμε τον καφέ μας στον κάμπο: ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα συμφιλιωμένος με τον τόπο μου: μέχρι τότε ντρεπόμουν να δηλώσω «Λαρισαίος», απεύφευγα σαν γνήσιος επαρχιώτης να δηλώσω την καταγωγή μου.

Ο Μάκης Λαχανάς με συμφιλίωσε με τον τόπο μου. Και όχι μόνο: με μια κίνηση γενναιοδωρίας μού έδωσε τα κλειδιά της Ψυχιατρικής Κλινικής που είχε κλείσει πριν λίγους μήνες. «Δεν θα χρειαστεί παρά να βάλεις τα κλειδιά στην πόρτα», μου είπε «έχει τα πάντα από κλινοσκεπάσματα μέχρι σερβίτσια και μαγειρικά σκεύη. Πάρτην». Εγώ, σαραντάρης στα ντουζένια μου τότε, μεγαλογιατρός στην Αθήνα, σιγά να μην επέστρεφα στη Λάρισα…κι αρνήθηκα ευγενικά την προσφορά του.

Όταν με την αυθάδεια του νέου συναδέλφου τον ρώτησα πως επεξεργάστηκε το πένθος για τον μικρότερο γιο, που πέθανε σε ηλικία μόλις 23 ετών στο Παρίσι όπου σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, ο Μάκης μου απάντησε πως τον βοήθησε η βλάστηση της Κέρκυρας: έπαιρνε με το αυτοκίνητο τη γυναίκα του και αφού το άφηναν στην άκρη του χωματόδρομου ξανοίγονταν μέσα στη φύση της Κέρκυρας, χάνονταν μέσα στην οργιώδη της βλάστηση. Το νησί διαθέτει πάνω από οκτακόσια διαφορετικά είδη φυτών κι ανθέων χάρη στους εγγλέζους που τα μετάφεραν από τις αποικίες τους και δοκίμαζαν διάφορες καλλιέργειες. Είναι ίσως το μοναδικό νησί σε όλο τον κόσμο που παρουσιάζει αυτή την μεγάλη ποικιλία στη βλάστησή του.

Είχα την ευκαιρία αργότερα να τον επισκεφτώ στην Κέρκυρα, που την είχε επιλέξει για μόνιμη κατοικία του κι όταν συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση του διευθυντή ψυχιάτρου στο δημόσιο φρενοκομείο (το πρώτο εν Ελλάδι), στο ισόγειο δυαράκι σε ένα καντούνι της παλιάς πόλης, με γείτονες τον ζωγράφο Σπύρο Αλαμάνο και τον κόμη ποιητή Ιάσονα Δεπούντη. Ο ζωγράφος , τελευταία, είχε κλειστεί στο σπίτι του γιατί φοβόταν τα σκυλιά: πίστευε πως τα σκυλιά συνωμοτούσαν απέναντί του και περίμεναν να τον δουν να ξεπροβάλλει για να του επιτεθούν και να τον κάνουν «ρεζίλι των σκυλιών». Ο κόμης δεν τον έκανε πλέον παρέα από τη μέρα που τον έδιωξε κακήν-κακώς από το αρχοντικό του. Μου διηγήθηκε ο Μάκης πως τους είχε καλέσει για γεύμα ο κόμης στο παλιό τριώροφο αρχοντικό του κι όταν κάθισαν στο τραπέζι η γυναίκα του Μάκη, η κυρία Ελένη, από φιλοφρόνηση προς την οικοδέσποινα της είπε πως «τα ντολμαδάκια είναι ποίημα». Στο άκουσμα της απλής φιλοφρόνησης ο κόμης σηκώθηκε όρθιος, κατακόκκινος στο πρόσωπο, έβγαλε την μεγάλη άσπρη πετσέτα από το λαιμό του, την πέταξε, χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και βροντοφώναξε: «Έξω!!!». Ο Μάκης πήρε παραμάσχαλα τη γυναίκα του και κουτρουβάλησαν σχεδόν τις σκάλες για να αποφύγουν την οργή του κόμη: δεν δεχόταν να ονομάζουν «ποίημα» τα ντολμαδάκια παρουσία του ποιητή!

Οι άνθρωποι είναι οι λέξεις τους. Ο Μάκης Λαχανάς παραμένει για μένα το «ασχοίνιαστο» άλογο του κάμπου…

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Menu