ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ : Αλγόριθμος

Κάποτε είχες δάκτυλα. Δέκα, πέντε σε κάθε χέρι. Τα είχες και τα μέτραγες, σε έμαθαν εκείνα να μετράς, όταν τα έφερνες κοντά στη μύτη σου, ένα προς ένα και τα πρόσθετες. Τους έδινες ονόματα : θυμόσουν μόνο τον μικρό ή τον αντίχειρα,τα άλλα έμεναν ανώνυμα, αλλά δεν πείραζε, δε χρειαζόσουν τ’ όνομά τους για να τα κάνεις να δουλέψουν. Δούλευαν χωρίς να σε ρωτήσουν. Έδειχναν, έπιαναν, ακούμπαγαν, δώστο μου, έλεγες κι εκείνα έπιαναν, προτού δεχτεί κανείς να σου το δώσουν. Ήθελαν τα πάντα ν’ ακουμπούν. Ήταν τα μάτια σου κι ο τρόπος σου τον κόσμο να γνωρίσεις. Μάθαινες μόνο ό,τι έπιανες ή ό,τι τέντωνες τα δάκτυλα να πιάσεις. Κάποτε ήσουν όλος δάκτυλα και απορίες για τον κόσμο. Γι’ αυτό δε σ’ ένοιαζε που ξέχναγες τα ονόματα, τα δάκτυλά σου είχαν άλλα αποκτήσει : ήταν το πώς, ήταν το τι, το πού, το πότε, το γιατί. Για κάθε χέρι μια πεντάδα ερωτήσεων κι εσύ αυτός που θέλεις να ρωτάς.

Μεγαλώνοντας σταμάτησες να ρωτάς. Σταμάτησες να θέλεις τα δάκτυλα , δε χρειάζεσαι τόσα πια. Μόνο το ένα φτάνει, ο δείκτης και το κράτησες σ’ άριστη λειτουργία. Δεν έχεις άλλες ερωτήσεις για τον κόσμο, έχεις εκείνο που στις απαντά. Είσαι το δάκτυλο αυτό που απαντάει. Και δείχνει πάντοτε σε κάποια άλλη κατεύθυνση. Μόνο που δύσκολα έρχεται πια στη μύτη σου, πια δεν προβλέπεται το μάτι σου να δείξεις, μήτε τ’ αφτί, το στόμα ή το χέρι σου. Είναι φτιαγμένο έτσι , συνηθίζεται, και δε μας κάνει εντύπωση μετά τις πρώτες χρήσεις. Είναι πολλά αυτά που απαντάς και δε σου μένει χρόνος , ούτε καν για εντύπωση. Πρέπει να δώσεις απαντήσεις για σεισμούς, για την παιδεία, τους γιατρούς, τις πυρκαγιές, για τα αυθαίρετα, για δάνεια, για λιμούς, για χωρισμούς και για θανάτους, για εξετάσεις, για εκλογές, για τον καιρό και πού καιρός να δώσεις για εσένα, κουραστικό να είσαι δάκτυλο τη σήμερον, όσο κουραστικό να ψάχνεις και γι’ αφτιά που θα σ’ ακούσουν.

Αφτιά δικά σου έχεις, είναι στη θέση τους κι αυτά, μα δε χρειάζονται. Γιατί δεν έχουν να σου πουν κάτι αξιόλογο, πάει καιρός που άκουσες κάτι που’ χε νόημα. Τα άλλα δάκτυλα φλυαρούν, μαζί με τους κατόχους τους, μιλούν συνέχεια για ό,τι τους κατέβει, χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για τι λένε. Τα δάκτυλά τους πάνε κι έρχονται, οι δείκτες τους συγκρούονται σε κάθε μια κατεύθυνση και ευτυχώς που είσαι ψηλά, είσαι λιγάκι παραπάνω ανεβασμένος και το δικό σου, το μονάκριβο, δάκτυλο προστατεύεις. Τους βλέπεις όλους να μαλώνουν, δήθεν πως έχουν απαντήσεις κι απορείς, πώς γίνεται να μην ακούν το δάκτυλό σου, γιατί να θέλουν έτσι να αγνοούν τις τόσες σου αλήθειες, γιατί τη γνώμη σου δε σταματούν ν’ ακούσουν, τώρα που έπαψε να είναι γνώμη κι άποψη και σκέψη και γνωμούλα, είναι απάντηση σε όλα και ζηλεύουν οι ανόητοι προφανώς. Κλείνεις τα αφτιά σου κι η βαβούρα ελαττώνεται, ίσως με λίγη υπομονή να σταματήσει. Και τότε θα’ ρθει η στιγμή να σε ακούσουν.

Mέχρι να έρθει αυτή η στιγμή , μη σταματάς. Γράψε. Έχεις ακόμα δύο δάκτυλα και λίγη εξάσκηση χρειάζονται. Σε μια οθόνη κινητού ή σ’ ένα τάμπλετ, οι δυο σου αντίχειρες παίρνουν φωτιά και καίγονται. Γράψε όσα το δάκτυλό σου υπαγορεύει, να είναι κάπου καταγεγραμμένα όταν θα ψάξουν να σου δώσουνε τα εύσημα. Μίλα για όλα, μην αργείς, είναι πολλά κι ο χρόνος είναι λίγος. Είναι τεράστια ευθύνη η αυθεντία, μα είναι βάρος που τολμάς να το σηκώσεις. Κι όλοι εσείς οι βολεψάκηδες, σηκώστε επιτέλους την κωλάρα σας, ο καναπές πήρε το σχήμα της αδράνειας, λίγη ΣΙΩΠΗ ρε άνθρωποι, τολμάτε και μιλάτε, με τι μούτρα, κοίτα να δεις τα γαϊδούρια, γελάω τόσο με τα χάλια σας, τις αναρτήσεις σας ξερνάω, τι μούρη, ύφος, τι τουπέ, τι ινφλουένσερ γίνατε όλοι και τι ζώα, είχατε ίνσταγκραμ μήπως και στο χωριό σας , ψόφος κακός, καρκίνος να σας έρθει, γαμώ το κόμμα σας, γαμώ, και τους παπάδες, τα σκουπίδια και την κίνηση, ούτε παρκάρισμα ρε γίδια, μόνο φρέντο, ας ήμουν εγώ πρωθυπουργός, γιατρός, σχολείο, αστυνόμος, ρε δικηγόρος άμα ήμουν, πυροσβέστης, χώρα ή κάλπη ή γονιός, θα βλέπατε και θα θαυμάζατε, παράδειγμα θα πέρνατε σκατόφαρα.

Βαρέθηκες τους πάντες, ολοφάνερα. Τρολάρεις μόνο ανελέητα ή βρίζεις ή ειρωνεύεσαι, γιατί κι αυτό πολύ τους πέφτει, με τα δίκια σου. Αλλάζει όμως ο αλγόριθμος και κάνε κάτι να μη χάσεις το κοινό σου. Φίλοι μου, ξέρω, και εσείς πιστοί μου ακόλουθοι, τι θέλουν πάλι απ’ τη ζωή μας, αλλάζουν λέει τον αλγόριθμο και δε θα βλέπετε τις τόσες αναρτήσεις μου. Κι αφού η ζωή μας ένωσε και comments φάγαμε μαζί και τόσα likes, ελάτε τώρα ν’ αποδείξουμε ότι καμιά εφαρμογή δε μας χωρίζει. Τις αναρτήσεις μου ξέρω πως τις χρειάζεστε, τώρα που έμαθε ο δείκτης μου κι εκφράζεται, είναι το μόνο στη ζωή μου το κατόρθωμα, τελειοποίησα και δείκτη και αντίχειρα και έτσι ξέχασα τα δάκτυλα που έγραφαν και έπιαναν, τα δέκα δάκτυλα που κάποτε ζωγράφιζαν και κοίτα ήλιο που έκανα, μπαμπά, κοίτα τα δέντρα μου, είναι υπέροχα αγάπη μου, συνέχισε, μάζεψε πια τους μαρκαδόρους σου να φάμε, μόνο ένα σπίτι μου έμεινε, μαμά κι ύστερα τέλος, πλύνε τα χέρια σου πριν κάτσεις στο τραπέζι, σαπούνι βάλε και καλά πλύνε τα δάκτυλα όλα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού