ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ : Γεύμα

Τις Κυριακές μας μαζευόμαστε στο σπίτι. Φοράμε τα καλά μας, γιατί πότε άλλοτε θα βρούμε ευκαιρία να τα φορέσουμε, και γνωριζόμαστε εκ νέου. Δίνει ο ένας το χέρι του στον άλλο, τα ‘’χάρηκα’’, τα ‘’επιτέλους’’, τα ‘’σε γνωρίζω’’, τα ‘’έχω ακούσει για σένα τόσα’’ δίνουν και παίρνουν. Τι κι αν την υπόλοιπη μέρα πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον και γυρίζει τα μάτια του αλλού; Τις Κυριακές είναι ανάγκη να συστηθούμε. Χαίρω πολύ, είμαι η μάνα σου. Χαίρω πολύ, εγώ ο γιος σου. Να σου συστήσω τον πατέρα σου, είναι αυτός που έχει τώρα τις πατάτες. Και από δω η αδερφή σου. Με το πιρούνι στο χέρι. Έτσι τα ζούμε τα γεύματα εμείς, με αμνησία. Γιατί αν κάτι αξίζει να κρατά δεμένη μία οικογένεια , είναι αυτά που επιλέγει να ξεχάσει ή να μην πει. Στο τέλος κάνουμε τον σταυρό μας και ξεκινάμε να τρώμε. 

Τον σταυρό μας τον κάνουμε πολλές φορές τη μέρα. Αλλά με το φαΐ ταιριάζει καλύτερα, κατεβαίνουν πιο εύκολα οι μπουκιές, γεμίζει πιο καλά το στομάχι. Κάθε τόσο ξεροβήχουμε, κάτι μας στάθηκε, μας κτυπά ο διπλανός την πλάτη, λέμε ένα ‘’Χριστέ μου κόντεψα να πνιγώ’’ και συνεχίζουμε να τρώμε. Θα περάσει η ζωή και θα κτυπάμε ο ένας την πλάτη του άλλου, για όλα αυτά τα ‘’κόντεψα’’ που μαζεύει ο καθένας στη ζωή του και δε θα μάθουμε ποτέ που θα μας πήγαιναν. Κάνουμε τον σταυρό μας και συνεχίζουμε. Όταν τελειώσει το φαί, δεν κάνουμε άλλο τον σταυρό μας. Λέμε ένα ‘’ουφ, έσκασα πάλι’’ και τελειώνουμε. Συστηνόμαστε ξανά, γιατί με το φαΐ ξεχνάς ποιον έχεις δίπλα σου, ξεχνά κι αυτός, μετράει μόνο το γεμάτο πιάτο. Αν είχε φωνή, θα έλεγε πόσο ευθύνη νιώθει, να πρέπει να φέρει οικογένειες κοντά που δε γνωρίζονται, να τις ενώσει, να τις ταΐσει , να τις υπομείνει. Κι όσο λιγότερο γνωρίζονται οι οικογένειες, τόσο περισσότερο φαΐ τις ενώνει. Να φας, να σκάσεις, να ξεχειλίσεις, να μην έχεις χαραμάδα άλλη να μιλήσεις, να μην έχεις ανάσα να πεις, να ‘χεις μόνο ένα φούσκωμα, ένα πρήξιμο, ένα κόντεψα να σκάσω πάλι, κόντεψα. 

Αυτά τα ‘’κόντεψα’’ μας δένουν. Σαν οικογένεια, σαν πολίτες, σαν κοινωνία, σαν περιβάλλον. Κόντεψα να νοιαστώ και κόντεψα να ερωτευτώ. Κόντεψα σχεδόν να ονειρευτώ. Κόντεψα να ψηφίσω και κόντεψα να πιστέψω πως θ’ αλλάξει κάτι, κόντεψα να νηστέψω και σε Θεό κόντεψα να προσευχηθώ. Οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυτούς που θέλουν πολύ να ξεπεράσουνε το ‘’κόντεψα’’ και να περάσουν στην άλλη όχθη και σε αυτούς που το φοβούνται. Ο φόβος είναι από μόνος του ένας τρόπος να ζεις. Κάνουμε τον σταυρό μας να διώξουμε τον φόβο, να διώξουμε το κακό, να διώξουμε τις αμφιβολίες. Σταυρός πρωί, σταυρός μεσημέρι, σταυρός το βράδυ. Τρεις και τέσσερις και πέντε κι οχτώ κι όσες φορές ακόμα πρέπει, για εξάσκηση. Μηχανικά, μη και δεν πιάσουν οι προσευχές και μείνουμε ξεκρέμαστοι.  Γιατί ποιος ξέρει στην ανάγκη τι μπορεί να μας συμβεί, ίσως να πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια ο ένας απ’ τον άλλον , και δε το θέλουμε, κι ίσως να πρέπει να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, και ούτε αυτό το θέλουμε. 

Στις οικογένειες οι άμυνες αμβλύνονται. Θα έρθεις; Θα έρθω. Θα φας; Θα φάω. Θα ντυθείς; Θα ντυθώ. Θα μ’ αγαπάς; Θα σ’ αγαπώ. Είδες τι συνέβη εκεί έξω; Είδα. Είδες πόσα παιδιά έχασαν τη ζωή τους; Είδα. Ήταν μαύρα; Κάποια. Ήταν Χριστιανοί; Μερικοί. Έκαναν άραγε τον σταυρό τους; Είπαμε, μερικοί. Εσύ να τον κάνεις, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου τύχει. Θα τον κάνω. Οικογένειες δεν είχαν; Είχαν. Κι είχαν σχολεία εκεί; Γιατί να μην έχουν. Πού πέφτει η Κένυα; Μακριά. Ψωμί έχουν εκεί; Ίσως. Εσύ ψωμί θες; Θέλω. Κλείσε τώρα την τηλεόραση παιδί μου, πώς θα φάμε που μας δείχνουν τα πτώματα μέρα νύχτα; Κι έτσι τελειώνουν οι συζητήσεις. Ανάμεσα σε γλέντια κι αρνιά και τραγούδια και καλοκαίρια και διακοπές κι αναμνήσεις και απώλειες. Και κόντεψες να πιστέψεις ότι νοιάζεσαι πραγματικά και κόντεψα κι εγώ το ίδιο. Ίσως αυτό είναι και το φυσιολογικό, το αναμενόμενο. Δεν μπορείς για όλα να νοιάζεσαι, να σκίζεσαι , να υποφέρεις. Είναι τόσα πολλά κι εμείς ένα στομάχι όλο κι όλο. Πόσα να χωρέσει. Χωνεύει όσα μπορεί και όσα προλαβαίνει.

Τις Κυριακές μας μαζευόμαστε στο σπίτι. Φοράμε τα καλά μας, γιατί δε θέλουμε να δείξουμε ασχήμια. Δίνουμε ο ένας το χέρι του στον άλλο, τα ‘’αχ μη με ρωτήσει αν περνάω καλά’’, τα ‘’δε με νοιάζει’’, τα ‘’σκασίλα μου’’ δίνουν και παίρνουν, στο μυαλό μας όμως. Την υπόλοιπη μέρα αναρωτιόμαστε τι άνθρωποι είναι αυτοί που σκοτώνουν, που απειλούν, που εξευτελίζουν, που ταπεινώνουν, ενώ γνωρίζουμε κι εμείς κάμποσους τέτοιους , ενώ κι εμείς πολλές φορές τα ίδια κάνουμε. Αλλά ποτέ εμείς δε γίναμε είδηση. Γιατί προσέχουμε. Γιατί δε φτάνουμε στα άκρα, λιγάκι μόνο. Γιατί εμείς τον κάνουμε τον σταυρό μας. Και δυο και τρεις και όσες χρειαστεί. Και γιατί κανείς δε θα μιλήσει πριν για μας. Προτού ξεφύγουμε. Γιατί κανείς δε μας ξέρει τόσο καλά. Ούτε κι εμείς μας ξέρουμε τόσο καλά. Έτσι τη ζούμε τη ζωή εμείς, με κρυφτό. Πού και πού κάποιος, κάτι, κάπως πλησιάζει στο να μας βρει. Αλλά ξεφεύγουμε, τρέχουμε, το σκάμε, και κόντεψα πάλι να με κάνουν τσακωτό, κόντεψα. Και φάε τώρα μην κρυώσει.

*η φωτογραφία είναι του γράφοντος, για τα μάτια που μας κοιτούν να γνωριζόμαστε σε κάθε τραπέζι . το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 11 του περιοδικού intellectum τον Μάιο του 2015.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού