ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ : Τροχοφόρα

IMG_0400Μαζεύονταν οι συγγενείς και μ’ έβλεπαν. Ήμουν μικρός κι είχα κοντά ακόμα πόδια,  ίσα που ακούμπαγαν το χώμα όταν καθόμουν. Αλλά ήμουν δικός τους. Ήμουν εκεί, στο πλαστικό μου το αυτοκινητάκι μέσα, το θέαμά τους αγκιστρωμένο στο μαύρο του τιμόνι. Δε γύριζε, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν πήγαινε αριστερά ή δεξιά, ούτε σε τοίχο πάνω πήγαινε, ήταν ακούνητο το αυτοκινητάκι μου κι εγώ δεν καταλάβαινα τι έφταιγε. Μαζεύονταν οι συγγενείς και μ’ έβλεπαν να προσπαθώ να κινήσω τα πεντάλ, να κουράζομαι μ’ έβλεπαν και στο τέλος να σηκώνομαι, να ακουμπώ τα πόδια μου στο χώμα και να το περπατάω το αυτοκίνητο. Να το βηματίζω το αυτοκίνητο. Και με χειροκροτούσαν, βήμα-βήμα, λες κι ήταν αυτά τα πρώτα βήματά μου στη ζωή, και μου φώναζαν δυνατά τα Μπράβο τους, τα Συνέχισε, τα Πιάσε το τιμόνι, χωρίς να σκέφτονται μην τρομάξω, μην πέσω, μην τα παρατήσω. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν μαζεύονταν να δουν εμένα ή εκείνο να βηματίζει.

Τα βήματα μας κράτησαν καιρό. Όσο μεγάλωνα, πατούσα καλύτερα το έδαφος κι έτσι μπορούσα πια το αυτοκινητάκι να το σέρνω, όσο κάθομαι. Οι γύρω άρχισαν σιγά-σιγά να μη με παρατηρούν και τόσο. Ήξεραν πως δε θα πάω πουθενά, ήμουν ακόμα δικός τους, είχα ακόμα χώμα της αυλής τους κάτω απ’ τα πέλματά μου. Κι έτσι ταξίδευα ανενόχλητος μέσα στο κόκκινό μου αυτοκίνητο, που πουθενά δεν πήγαινε, λιγάκι μπρος, λιγάκι πίσω, λιγάκι ακόμα άσε με μαμά, θα’ ρθω σε λίγο για να φάω, κοίτα μπαμπά, έχω κι εγώ σαν το δικό σου, κοίτα μπαμπά, εσένα τα πόδια σου δεν ακουμπάνε χώμα. Ταξίδεψα πολύ σε λίγα μόνο τετραγωνικά. Τόσο που δε με χωρούσε πια. Τόσο που τα πόδια μου δίπλωναν για να χωρέσουν και τα γόνατα ακουμπούσαν στο σαγόνι μου, τόσο που το αυτοκινητάκι μου μίκρυνε και δεν άντεχε το βάρος μου. Όσο μεγάλωνα, εκείνο γερνούσε. Ξεφλούδισε το χρώμα του, το τιμόνι έφυγε απ’ τη θέση του, έφυγα κι εγώ από τη δική μου. Οι δρόμοι μας δε συναντήθηκαν ποτέ πάλι. Μόνο καμιά φορά αν τύχει τα γόνατά μου να ακουμπήσουν το σαγόνι μου, ασυναίσθητα ψάχνω με τα χέρια το τιμόνι.

Οι συγγενείς σταμάτησαν εδώ και χρόνια να με παρατηρούν. Ίσως ποτέ να μην παρατηρούσαν, ίσως θυμόντουσαν απλώς τον εαυτό τους στη θέση μου, τότε που όλα τα τιμόνια της ζωής τους περίμεναν κάποιος να τα ανακαλύψει. Κι αυτός ο κάποιος κάπου να στρίψει, κάπου να ερωτευθεί, κάπου να ζήσει, να προχωρήσει, να ταξιδέψει, κάπου να νιώσει. Τ’ αυτοκινητάκια όλου του κόσμου είναι πλασμένα με τέτοιες αόριστες αντωνυμίες. Κι επιθυμίες, αόριστες κι αυτές. Ίσως πάλι, ήθελα να με παρατηρούν, να είμαι δικός τους, το θέαμά τους, το κολλημένο τιμόνι να είμαι και το γόνατο στο σαγόνι. Λίγη σημασία έχει πια το παρελθόν όσο μεγαλώνεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι αφιερώνουν τη ζωή τους στο να βρουν το αυτοκίνητο αυτό που θ’ αντέχει το βάρος τους ή το χώμα που θ’ ακουμπούν τα πέλματά τους. Αλλά όσο κι αν δεν το παραδέχονται, αναζητούν τα βλέμματα των ανθρώπων γύρω τους. Ή να τα βλέπουν ή να τα νιώθουν κολλημένα πάνω στην πλάτη τους, σαν τάματα. Να προσέχεις εκεί που πας. Να οδηγείς. Με προσοχή. Να με πάρεις τηλέφωνο πριν. Και μετά. Και κατά τη διάρκεια. Και να μην πίνεις. Να μη μεθάς. Να μη βιάζεσαι. Μην αγαπάς παιδί μου όσο οδηγείς.

Οι συμβουλές θα είναι τα Μπράβο στα βήματα τα πρώτα. Θα’ ναι τα Άκου με και μένα, τα Μην είσαι ξεροκέφαλος, τα Θα το φας το κεφάλι σου, που δεν ξέρεις γιατί στα λένε, τι έκανες διαφορετικό άραγε που δεν είχες κάνει μέχρι τότε και αν τ’ αξίζεις όλα αυτά. Θα’ ναι οι οδηγίες χρήσης που δε θα δώσεις σημασία, γιατί το ξέρεις το παιχνίδι αυτό πως παίζεται ρε φίλε, έχεις τα πιόνια εδώ μπροστά, έχεις και ζάρια, άκου, και πρώτος ρίχνεις, πρώτος, μην είσαι βλάκας, και όχι έτσι όπως το παίζεις φίλε, λάθος στο μάθανε και θα σου δείξω εγώ πώς μου ‘μαθε ο δικός μου, κι άσε. Οι οδηγίες χρήσης δε θα είναι ποτέ χρήσιμες, όσο ο καθένας έχει τις δικές του. Μεγαλώνοντας θέλησα να επαναφέρω την ανάμνηση του παιδικού εκείνου αυτοκινήτου. Έμαθα να οδηγώ σωστά, σε αυτοκίνητο κανονικό, που χωρούσε τα πόδια μου, τα χέρια μου, τις συμβουλές, τα τάματά μου. Όμως κάτι έλειπε. Πήρα το δίπλωμα, το έβαλα σ’ ένα συρτάρι κι από τότε έμεινε εκεί. Ίσως να φοβήθηκα τις φορές εκείνες που θα έψαχνα το χώμα στα πόδια μου και δε θα είχα κάποιον να με δει να το φτάνω.

Οι συγγενείς ακόμα θα μαζεύονται σε αυλές, σε σπίτια, σε δρόμους, κι ίσως δε σταματήσουν ποτέ να το κάνουν. Άλλοι θα παρατηρούν τα νεκρά σώματα των ανθρώπων που κάποτε ήταν δικοί τους κι έχασαν τη ζωή τους στην άσφαλτο, άλλοι ζωντανά σώματα που τώρα δοκιμάζουν το ύψος του δικού τους καθίσματος, την απόσταση του τιμονιού από το πρόσωπό τους και αν στρίβει καλά. Και όλοι μαζί, γύρω από μια αυλή, λίγο τσιμέντο, λίγο χώμα θα μονολογούν : Κινείται ,δεν κινείται, είναι δικό μας, έφυγε πια, κουνάει τα πεντάλ, δεν κουνάει τα χέρια του, διπλώνει τα πόδια του, δίπλωσε στα δυο, χωράει, δε μας χωρά. Μας βλέπει. Δε βλέπει πια. Μπράβο. Σώπα. Συνέχισε. Πάψε. Ζήσε. Πέθανε. Στάσου εκεί, να βγάλουμε μια φωτογραφία. Σαν τάμα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού