#068 Οι παρουσιάσεις βιβλίων

 

«Δεν χωράει αμφιβολία πως τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε ένα φαινόμενο που είμαι βέβαιος ότι και πολλούς άλλους θα έχει προβληματίσει. Πρόκειται για την έξαρση των ποιητικών εκδηλώσεων, αλλά και με τον τρόπο που αυτές οργανώνονται», έγραφε το 1999 ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε επιστολή του στην εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ» (https://www.poiein.gr/archives/1450/index.html ) , πριν ξεσπάσει ακόμη το τσουνάμι των γκλάμορους παρουσιάσεων που συνεχίζεται αυξανόμενο μέχρι της μέρες μας. Και τι δεν είδαμε όλα αυτά τα χρόνια, καθώς με την αύξηση της «παραγωγής» και τις πληρωμένες εκδόσεις ο καθένας μας πέρα από το βιβλίο είναι διατεθειμένος να πληρώσει και το χώρο της εκδήλωσης αλλά και τους μουσικούς που θα συντροφεύσουν το λογοτεχνικό του έργο: επειδή ξέρει κατά βάθος πως απευθύνεται σε ένα κόσμο που διαρκώς και εμφανέστατα, με όλες του τις δυνάμεις δείχνει πως δεν τον ενδιαφέρει ο γραπτός λόγος και ιδιαίτερα μια τέχνη τόσο «κλειστή» και ταπεινή όπως η ποίηση, φροντίζει να την ντύσει με την πληθώρα μουσικών που εντριβούν πλανόδιοι και πένητες στο μουσικό πεντάγραμμο και ιδιαίτερα φυσικά με τους κατεξοχήν δημοφιλείς μουσικούς στον τόπο μας, «τους σκοταδόψυχους του έντεχνου» (η έκφραση είναι του Ηλία Κανέλλη, αλλά η αλήθεια είναι πως πολύ θα ήθελα να την είχα γράψει εγώ).

Η έξαρση λοιπόν, των ποιητικών και εν γένει λογοτεχνικών εκδηλώσεων είναι απόρροια μιας γενικής απαίτησης: ο πρωτο-εκδιδόμενος δεν ενδιαφέρεται να ενσκήψει τόσο στα δοκίμια του βιβλίου του, να διορθώσει αβλεψίες και τυπογραφικά λάθη, όσο νοιάζεται για την παρουσίαση του βιβλίου του. Όσοι απευθύνονται σε εκδοτικό οίκο με τα λεφτά στο χέρι το πρώτο που ζητάν επίμονα να μάθουν είναι «που θα γίνει η παρουσίαση» του βιβλίου τους που δεν έχει τυπωθεί ακόμη…

«Όσο για τον τρόπο της παρουσίασης, επίσης πιστεύω ότι δεν χρειάζεται εκείνος που καλείτε να προλογίσει τον απαγγέλοντα να είναι και ο ίδιος ποιητής. Το ζητούμενον είναι το κατά πόσον οι εκδηλώσεις έτσι όπως λειτουργούν και έτσι όπως οργανώνονται πιάνουν που λέμε  επί το λαϊκότερων τόπο. Εδώ θα πρέπει να δηλώσουμε ότι δεν είμαι εναντίον τον εκδηλώσεων αντίθετα είμαι υπέρ αυτών. Μόνο που πιστεύω ότι το να βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιοι κάθε φορά και να ακούμε πάλι πράγματα που έχουμε πολλάκις διαβάσει ή και παρακολουθήσει προτού καν τυπωθούν σε βιβλίο μάλιστα, δεν ωφελεί κανέναν μας και σε τίποτα. Για αυτό εκείνο που πρέπει να γίνει είναι να ψάξουμε να βρούμε κάποιους άλλους τρόπους μέσα από τους οποίους θα μπορέσουμε να έλθουμε η έστω να φέρουμε κοντά μας κάποιους καινούργιους αναγνώστες. Ποιοι είναι τώρα αυτοί οι τρόποι. Ας τους σκεφτούμε κάποτε όλοι μαζί», συνεχίζει ο Γιώργος Μαρκόπουλος αλλά δεν τον ακούει κανένας μας. Για να γίνει κάτι παρόμοιο θα πρέπει να αποφασίσουμε όλοι μαζί πως οι παρουσιάσεις δεν αποτελούν κοινωνικό γεγονός. Πως οι παρουσιάσεις δεν θα είναι βαρετές χωρίς την παρουσία επί σκηνής των σκοταδόψυχων του έντεχνου. Πως οι εκδηλώσεις δεν συνοδεύονται από καναπεδάκια και ποτήρια οίνου και ζύθου. Πως το να κάνεις μια παρουσίαση του βιβλίου σου δεν σημαίνει πως το βιβλίο σου θα κατακτήσει και μια θέση στη βιβλιοθήκη της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

«Επειδή οι ποιητές βγήκαν στη σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα με τη «Μπαλαντέζα» του αείμνηστου Γιώργου Δρανδάκη (μια ανθολογία ποιητών της τότε ΝΕΛΕ), και μετά συνέχισαν λιγοστοί καθώς ήταν να παρουσιάζουν τα βιβλία τους μεταξύ φίλων στα βιβλιοπωλεία. Επειδή τα βιβλιοπωλεία έγιναν μπαρ και ενσωμάτωσαν τις καφετέριες στο χώρο τους, και οι παρουσιάσεις γινόταν πλέον (χρησιμοποιούμε παρελθόντα χρόνο επειδή ο ιστορικός τους χρόνος έχει εκπνεύσει), συνοδεία μουσικής. Επειδή, οι ποιητές στην πασαρέλα έχουν ήδη παρελάσει μπροστά μας άπειρες φορές και κανένας δεν μπορεί, ακόμη κι αν το ήθελε, να ακούσει 40 και 50 ποιητές που παίρνουν τη σκυτάλη στην ίδια σκηνή και διαβάζουν με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Επειδή το να είμαι «παρών» σε μαζικές εκδηλώσεις δεν σημαίνει τίποτα, ούτε καν για τους συμμετέχοντες. Επειδή η ποίηση είναι η πιο αριστοκρατική από όλες τις τέχνες, πρέπει να δοκιμαστεί και να κουβεντιάσει τα μυστήριά της ανάμεσα σε κοινούς θνητούς, παρουσία απλών χωρικών και ορεσίβιων, θα επανέλθουμε του χρόνου με μια άλλη δωδεκάδα ποιητών πάλι στη Ραψάνη, σε μια συνάντηση αυτογνωσίας του ποιητή με το έργο του και την τέχνη που υπηρετεί. Επειδή ο ποιητής είναι απλός υπηρέτης της Τέχνης του και ουδείς δεν είναι υπεράνω της Τέχνης που τάχτηκε να υπηρετήσει, οι «Ολύμπιοι» ανέλαβαν απλώς το χρέος να μας το θυμίζουν», γράφαμε με τον Γιώργο Σαράτση (https://staxtes.com/2003/?p=5101 ) δείχνοντας ένα κακοτράχαλο μονοπάτι για πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία των δημιουργών με το κοινό τους.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού