#065 Orient Express

Σε ένα νυχτερινό τρένο, που ξεκινάει από την Αλεξανδρούπολη και καταλήγει στην Αθήνα, ο μεσήλικας επιβάτης μπαίνει στο κουπέ των έξι θέσεων απλώνει το παλτό του στα διπλανά καθίσματα, τη βαλίτσα του στα απέναντι και βολεύεται στη θέση δίπλα στο παράθυρο με το βλέμμα προς τη φορά της αμαξοστοιχίας. Μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης λοιπόν, ξυπνάει πρόωρα από τη νάρκη στην οποία έχει βυθιστεί, από τα βίαια φώτα, τα φρένα στις σιδηροτροχιές, τα μεγάφωνα με τη φωνή του Σταθμάρχη, και τα χαρωπά κορναρίσματα χαιρετισμών του μηχανοδηγού. Πριν ακόμη καταλάβει καλά-καλά τι συμβαίνει βλέπει να ανοίγει με ένα γενναίο σπρώξιμο η πόρτα του κουπέ και να εισβάλει μέσα ένα αναμαλλιασμένο ζευγάρι: ένας άντρας και μια γυναίκα λαχανιασμένοι, με τέσσερα μπαούλα και δέκα τσάντες. Αραδιάζουν κι αυτοί το βιός τους όπως έκανε κι ο λιμοκοντόρος μεσήλικας όπου βρουν, διαλέγουν αντικριστά καθίσματα, απλώνουν τις αρίδες τους και ώσπου να πεις κύμινο, συντονίζονται σε ένα μελωδικό ροχαλητό. Ο πρώτος επιβάτης με τα νεύρα του τσατάλια υφίσταται κάτω από το παφουμαρισμένο του δέρμα μια ξαφνική κι απότομη αύξηση της αρτηριακής του πίεσης: τα μάγουλα του αναψοκοκκινίζουν, σταγόνες κρύου ιδρώτα ρέουν άφθονες από τα περιποιημένα του φρύδια, βλαστημάει τα θεία από μέσα του και δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να αλλάξει νευρικά πόδι, να σπάσει τις κλειδώσεις στα χέρια του μία προς μία και με το μάτι γαρίδα να το πάρει απόφαση πως θα μείνει ξάγρυπνος μέχρι την άφιξή του στην Αθήνα. Η συγκεκριμένη ιστορία που έκλεψα και τροποποίησα από ένα άρθρο του Ουμπέρτο Έκο στο ιταλικό περιοδικό «L’ Espresso» την εποχή του πρώτου μεταναστευτικού ρεύματος στην Ευρώπη με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, θα μπορούσε βέβαια να συνεχιστεί με τον επόμενο σταθμό του τρένου, όπου βλέπουμε να εισβάλλουν στο κουπέ άλλοι τρεις και οι προηγούμενοι τρεις ξαφνικά να τρέφουν τα ίδια εχθρικά συναισθήματα απέναντί τους και ούτω καθ’ εξής εις το άπειρον.

Ο νεαρός καθηγητής που έχει κρατημένη θέση (είχε φροντίσει η μητέρα του να του βγάλει το εισιτήριο, πριν από μήνες), στο συγκεκριμένο κουπέ, ανεβαίνει από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης με προορισμό κι αυτός την πρωτεύουσα. Δείχνει ευγενής και συνενωτικός: δεν θυμώνει που την αριθμημένη του θέση την έχει καταλάβει το κορίτσι από το γνωστό μας αναμαλλιασμένο ζευγάρι, κι αφού η κοπελιά είναι διατεθειμένη να μοιραστεί τη θέση της με τον υποτιθέμενο αρραβωνιαστικό της, εκείνος βολεύεται στην αριθμημένη θέση που είχε κρατήσει η μαμά του πριν από μήνες. Ο νεαρός καθηγητής είναι ο Γιώργος Ιωάννου: ήδη, αναψοκοκκινίζει από την έξαψη. Το νεαρό ζευγάρι σε στάση αγκαλιάσματος, εκεί μια σπιθαμή από τα μάτια του, υπόσχεται ένα ευχάριστο και συναρπαστικό ταξίδι. Ανοίγει την αθλητική εφημερίδα (αγόραζε πάντα αθλητικές εφημερίδες όταν είχε να αντιμετωπίσει πολύωρα ταξίδια, για λόγους τακτικής), και κάνει δήθεν πως διαβάζει. Μετά από λίγο προτείνει να σβήσουν τα φώτα: όλοι έχουν βολευτεί, το τρένο έχει αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα καθώς μπαίνει πλέον στον κάμπο της Λάρισας, οι αναθυμιάσεις από τα γεννητικά όργανα των επιβατών, καθώς προωθούνται από τα ενσωματωμένα κάτω από τα καθίσματα καλοριφέρ, έχουν φέρει σε κατάσταση ερωτικής νάρκωσης το νεαρό καθηγητή μας.

Είχα διαβάσει το διήγημα του Ιωάννου την άνοιξη του 1973, πρωτοετής φοιτητής Ιατρικής στην Ιταλία, ήμουν στη Χειρουργική Κλινική Κατσίγρα στη Λάρισα, όπου ανάρρωνα μετά από επέμβαση αφαίρεσης της σκωληκοειδούς αποφύσεως. Είχα επιστρέψει για τις διακοπές του Πάσχα, κι εκεί με βρήκε το «κακό», μετά από ένα ποδοσφαιρικό ματς με φίλους στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή Λάρισας. Όπως και τότε, παρακολουθώ τα γεγονότα με τους πρόσφυγες και τους πνιγμούς στο Αιγαίο μέσα από μια κουρτίνα νάρκης και αναισθητικού. Χαίρομαι ωστόσο που πολλοί από τους φίλους μου δεν παραμένουν αμέτοχοι και όντως ενεργητικοί γεμίζουν με εξυπνάδες το Twitter, αυτό το καφενείο της γειτονιάς μας που το λυμαίνονται οι κατ’ επάγγελμα μπαταξήδες: οι δημοσιογραφίσκοι και οι δημοσιογράφοι. Δεν θα μάθουμε τη συνέχεια του ταξιδιού: το τρένο με τους αγαπητούς μας φίλους έμεινε για πολλές ώρες με καθυστέρηση στα Παλαιοφάρσαλα, αναμένοντας κάποια ανταπόκριση, προφανώς.

 

(Τα “σύνδρομα καταδίωξης” μετακομίζουν με το Orient Express από τις Τρίτες στις Πέμπτες…)

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού