Ο Σκόπελος του Δημοψηφίσματος: Γιατί το Ναι & το Όχι Οδηγούν στην Αποχή

Ή γιατί η αποχή συνιστά σημαντική συμμετοχή, άρνηση συνενοχής και δήλωση λαϊκής κυριαρχίας

Ας ξεκινήσουμε μ’ αυτό: αντίθετα με όσα πιστεύουμε και με τη συνηθισμένη χρήση της λέξης «αποχή», η αποχή από το δημοψήφισμα μπορεί να συνιστά καίρια συμμετοχή αφού αν ψηφίσει κάτω από το 40% των εγγεγραμμένων πολιτών, τότε το δημοψήφισμα ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ. Μιλάμε όμως για την αποχή και όχι για άκυρο ή λευκό γιατί τότε το δημοψήφισμα θα θεωρηθεί έγκυρο. Για το πόσο εφικτό είναι αυτό να συμβεί είναι αρκετό να θυμόμαστε ότι τον Ιανουάριο ψήφισε το 63,87% των εγγεγραμμένων και ότι τώρα πολλοί ετεροδημότες λόγω της κατάστασης στις τράπεζες και τα βενζινάδικα δεν θα μετακινηθούν.

Λυπάμαι που θα στεναχωρήσω φίλους με τα γραφόμενά μου. Είναι γεγονός ότι η μεγάλη απόσταση των πολιτών από το πεδίο των γεγονότων (δηλαδή κυρίως τις κλειστές αίθουσες σε Βρυξέλλες, Ουάσιγκτον, Βερολίνο, Παρίσι και στο Μαξίμου) και η καθημερινή στοχευμένη παραπληροφόρηση δημιούργησε ένα κουρνιαχτό που δύσκολα κάποια διαπεραστική ματιά θα μπορούσε να διακορεύσει.

Φαίνεται μάλλον ότι η  κυβέρνηση επέλεξε το σχέδιο της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα (που αναβαπτίστηκε μετά τη νέα ευρωπαϊκή κολυμπήθρα του Σιλωάμ σε «Θεσμούς») με την αφελή (;) σκέψη ότι θα μπορέσει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού από μέσα. Κάτι που βέβαια δεν μπορούσε να κάνει ο Σαμαράς ή ο Βενιζέλος, ιδιαίτερα μετά τη φιλική καρπαζιά του Γιούνγκερ, καθώς θεωρούνταν ότι εκείνοι δεν προσπαθούσαν αληθινά υπέρ του ελληνικού λαού.

Το ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να σκουραίνουν πολύ δεν φαινόταν μόνο από τις δηλώσεις των αξιωματούχων της πάλαι ποτέ Διεθνούς Τρόικας, αλλά και από το γεγονός ότι μέχρι και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Σακελλαρίδης, ο Τέρενς Κουίκ και άλλα σοφά μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού άρχισαν σιγά-σιγά να υιοθετούν το δόγμα της λαϊκής εντολής. Δηλαδή το δόγμα ή καλύτερα τη δοξασία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση που ψήφισε ο ελληνικός λαός τον Ιανουάριο δεν είχε –είπαν τελικά όλοι– λαϊκή εντολή για ρήξη ή για έξοδο από το ευρώ. Στο θέμα αυτό όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας προσπαθούσαν σκληρά να λησμονήσουν βέβαια ότι όταν οι πολίτες ψηφίζουν μία κυβέρνηση της εμπιστεύονται τις τύχες του κράτος, πράγμα που συνεπάγεται και με εντολή χρεωκοπίας, ρήξης με το ΔΝΤ, εισόδου στο ΝΑΤΟ, σύναψης συμφωνιών για παραχώρηση λιμανιών, αεροδρομίων και εδαφών ως στρατιωτικές βάσεις άλλων κρατών, πόλεμο κτλ.

Είναι δε ίσως τραγικό, αλλά εντούτοις αδιαμφισβήτητο βάσει της λαμπρής κοινοβουλευτικής ιστορίας της χώρας μας, ότι αυτό ισχύει σε νομικό επίπεδο ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχουν ρητές εξαγγελίες περί του αντιθέτου από την κυβέρνηση κατά την περίοδο των εκλογών. (Κλασικότερο παράδειγμα όλων το προεκλογικό «Έξω οι βάσεις, έξω απ’ το ΝΑΤΟ. ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» της μετέπειτα κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου – όσο ακούσατε τότε για τη νομιμοποίηση εκείνης της κυβέρνησης άλλα τόσο άκουσα κι εγώ). Ηθικά βέβαια παραμένει μια επονείδιστη πράξη που είναι εντούτοις νομικά ισχυρή. (Και προφανώς ότι είναι νόμιμο δεν είναι πάντοτε και ηθικό).

Το δημοψήφισμα ήρθε για κάποιους ως μια αναμενόμενη αλλά και ετεροχρονισμένη ενέργεια. Στο θέμα αυτό αρκούντως διαφωτιστική είναι η πληροφορία που δημοσίευσε ο Βασίλης Ζηλάκος (εκδόσεις Κουκούτσι) στη σελίδα του στο Φέισμπουκ ότι ο χαρτέμπορος είχε πληρωθεί 25 μέρες προτού αυτό αναγγελθεί επισήμως. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σχοινοτενές, δυσνόητο σε μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου και αντισυνταγματικό λόγω της ασάφειάς του. Όλα να τα προσπεράσει κανείς, και τις προθεσμίες που από 30 ημέρες έγιναν 7 και το Όχι που μπήκε μπροστά από το Ναι και την επίκριση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την μη συμμόρφωση με διεθνή στάνταρντς (γιατί, άραγε το Γιούρογκρουπ λειτουργεί με διεθνή στάνταρντς;) και όλες τις εν γένει τις υπόλοιπες ενστάσεις που ακούστηκαν για τη διεξαγωγή του, δεν μπορεί να μην σταματήσει μπροστά στο ασαφές ερώτημα. Ιστορικά, σίγουρα, θ’ αξίζει να μάθουμε αναλυτικά κάποια στιγμή από ποιους διαμορφώθηκε το ερώτημα, μέσα από ποιες ζυμώσεις και με ποιο  σκεπτικό. Ως τώρα πάντως κινείται διαρκώς στον αέρα η απορία γιατί το ερώτημα δεν ήταν κάτι απλούστερο, όπως είθισται στα δημοψηφίσματα, του στυλ: «Θέλετε να πούμε Ναι σε όλους τους όρους που μας θέτουν οι δανειστές;»,  «Θέλετε να  συμφωνήσουμε με τους δανειστές σε νέα μέτρα που δεν θα επηρεάσουν όμως το ΦΠΑ στα νησία, στα βιλία και τα φάρμακα και δεν θα οδηγήσουν σε μείωση των συντάξεων πάνω από 10%;» κ.ά.

Ο φίλος και οικονομολόγος Πέτρος Γκολίτσης είχε γράψει επίσης ότι το «Όχι» θα επιφέρει 80% απώλεια των εισοδημάτων μας, ενώ το «Ναι» το πολύ 20%. Το 20% όμως αν υπολογίσει κανείς τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις μιας διετίας και όχι το τι θα επακολουθούσε μετά (και άλλη μείωση και άλλη μείωση και άλλη μείωση κ.ο.κ.). Επίσης το 20% αφορούσε τις παλιές προτάσεις των δανειστών των 11 περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ και όχι τις νέες των 15-17 δις. Επομένως με μέτρα 17 δις μπορεί η μείωση του εισοδήματος να φθάσει μέχρι και το 31%. Δηλαδή το παιχνίδι αρχίζει και γίνεται σε οικονομικό επίπεδο « μία ή άλλη». Και στις δύο περιπτώσεις πέφτεις στον τοίχο της ισοπέδωσης, αλλά με το «Ναι» πας  «φρεναριστά» και μειώνεις κάπως και τα γεωπολιτικά ενδεχόμενα (δεν τα αποκλείεις όμως και πάλι).

Σε κάθε περίπτωση όμως οι Έλληνες πολίτες καλούμαστε να αποφασίσουμε για ένα «Ναι» ή ένα «Όχι» των οποίων ούτε τις αρχικές θέσεις ούτε τις τελικές συνέπειες γνωρίζουμε. Με άλλα λόγια υπήρξε ελλιπέστατη και πολλές φορές αντιφατική ενημέρωση και από τα δύο στρατόπεδα. Έτσι, ας πούμε, ελάχιστοι απ’ όσους σκοπεύουν να ψηφίσουν «Ναι» γνωρίζουν ότι το κούρεμα των καταθέσεων τους έχει σχεδόν προαποφασιστεί και θα είναι μεγάλο. Από την άλλη πλευρά, σχετικά λίγοι απ’ όσους σκοπεύουν να ψηφίσουν «Όχι» γνωρίζουν ή έχουν συνειδητοποιήσει ότι το έργο θα έχει τίτλο «Επιστροφή στη Δραχμή».

Εντωμεταξύ αρκετοί προσπάθησαν να εντείνουν αυτό το κλίμα πόλωσης και διχασμού με τη στάση τους θέτοντας πονηρά ερωτήματα όπως «Ο Κασιδιάρης θα ψηφίσει Όχι. Εσύ;”, επί των οποίων βέβαια η κατάλληλη απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά «Ο Μπόμπολας θα ψηφίσει Ναι. Εσύ;»

Προσωπικά αρνούμαι να δεχθώ ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι μαζί αποφασίσαμε». Αρνούμαι να απαντήσω σε ψευδοδιλλήματα των οποίων την απάντηση δεν γνωρίζω και των οποίων τις συνέπειες δεν μπορώ να εκτιμήσω και να αξιολογήσω. Δεν μένω όμως απαθής: συνειδητά απέχω, επειδή απέχω μπορεί να σημαίνει και συμμετέχω, αν συμμετέχουμε όλοι μαζί. Απέχω σημαίνει ακυρώνω το δημοψήφισμα και λέω τόσο στις πολιτικές ομάδες του τόπου μου όσο και στα ξένα συμφέροντα ότι δεν μπορούν να με εκβιάσουν τόσο εύκολα μ’ ένα στημένο «Ναι» και μ’ ένα «Όχι» σε ασαφή ερωτήματα. Λέω ότι δεν μπορούν να με καταστήσουν συνένοχο σε μια λογική «όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι μαζί αποφασίσαμε». Λέω ότι με τη στάση μου ακυρώνω το ερώτημά τους και τους καλώ να αρθούν όλοι –μα όλοι τους– στο ύψος των περιστάσεων, μακριά από τα ιδιοτελή τους μικρό ή μεγαλοσυμφέροντα.

Κάποιοι φίλοι μου είπαν ότι «πολύ ωραία ιδέα αλλά δεν την στήριξε κανένα κόμμα και έτσι δεν υπάρχει χρόνος.» Είναι πράγματι αξιοπερίεργο γιατί κανένα κόμμα ή πολιτικός σχηματισμός δεν υποστήριξε αυτή τη θέση, αλλά δεν είναι της ώρας να μιλήσουμε γι’ αυτό.  Εγώ τώρα  θυμάμαι τον Παναγιώτη Γιαννάκη 72 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος του ημιτελικού το 2005, όταν χάναμε 7 πόντους από τους Γάλλους να φωνάζει στους απογοητευμένους παίκτες του: Πάμε, υπάρχει χρόνος, υπάρχει χρόνος». Και βλέπω ότι σήμερα είναι Παρασκευή πρωί και το δημοψήφισμα γίνεται την Κυριακή και λέω δίχως να έχω κάποια θέση «πάμε, πάμε να τη στηρίξουμε όλοι μαζί, υπάρχει χρόνος, υπάρχει χρόνος».

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού