Φαινομενολογία της Πίστης: Η παράσταση Αβελάρδος και Eλοΐζα του Γ. Καλαβριανού

Η παράσταση Αβελάρδος και Eλοΐζα του Γιάννη Καλαβριανού έρχεται σε μια μεταιχμιακή εποχή για τη θρησκεία: από τη μία εκκοσμίκευση θεσμών, χωρισμός εκκλησίας και κράτους, κι από την άλλη, σε παγκόσμια κλίμακα, ακραίες εκδηλώσεις βίας, φονταμενταλισμός, τρομοκρατία. Σ’ αυτή λοιπόν, την «Κοσμική Εποχή», όπως την ονόμασε ο James Taylor, η διαλεκτική για τη θέση της πίστης ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί.

Στην παράσταση Γιοι και Κόρες, έργο σημαντικό για την σκηνοθετική και καλλιτεχνική αρχιτεκτονική της ομάδας Sforaris, ο Γ. Καλαβριανός επέλεξε τον υπότιτλο «μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας». Η διάσταση αυτή, η οπτική της παραμυθητικής αναζήτησης παραμένει ενεργή στο έργο της ομάδας, ενώ εμπλουτίζεται με νέες στρώσεις, θεματικές όπως θέση της παράδοσης και των θεσμών, ενώ παράλληλα καταστρώνεται μια προσωπική παραστασιακή γλώσσα, με γνωρίσματα όπως η ισχυρή θέση της αφήγησης, οι εκλεκτικές σωματικές δράσεις, η απεύθυνση στο κοινό, με μια εναλλασσόμενη εικαστική συνθήκη. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ομάδας είναι η ανάπτυξη, μετάπλαση και αναδημιουργία των παραστάσεων, δηλαδή η επάνοδος στο ίδιο υλικό, με τροποποιημένο αποτέλεσμα.

Η παράσταση Αβελάρδος και Ελοίζα, έρχεται να ανοίξει έναν σημαντικό διάλογο για την κοινωνικοπολιτική διάσταση του θρησκευτικού αισθήματος, με έναν έμμεσο και σταδιακό τρόπο, ο οποίος προϋποθέτει την εμπρόθετη χρήση του θεατρικού ανύσματος, των παραστασιακών μέσων από τον δημιουργό. Έτσι το κοινό γίνεται μέρος μιας διαλεκτικής πλατφόρμας ευρύχωρης στην διάσταση των απόψεων και την ποικιλία των οπτικών.

Καθώς κάθομαι στο θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης, λίγες στιγμές πριν την έναρξη της παράστασης, βλέπω μπροστά μου, επί σκηνής, να απλώνεται ένα βυζαντινό σκηνικό: λωρίδες χαλιού που θα μπορούσαν να οδηγούν σε μια Μεγάλη Πύλη, δύο μακρόστενοι πάγκοι, σαν εξωτερικά στασίδια μοναστηριού, δεξιά και αριστερά σε πάγκους κεριά και κυρίως, πάνω από το επιδαπέδιο σκηνικό, ένας τεράστιος, υποφωτισμένος λευκός σταυρός.

Η παράσταση ξεκινά και ξετυλίγεται μπροστά μου η ιστορία ενός έρωτα ανάμεσα στον θεολόγο και πρόδρομο του ανθρωπισμού Πέτρο Αβελάρδο και την νεότατη Eλοΐζα, ανιψιά εφημέριου, την οποία ο θείος της εμπιστεύεται στα διδακτικά χέρια του Αβελάρδου. Ο Αβελάρδος, ζώντας το 12ο αιώνα, είναι ένας αντι-Αυγουστίνος. Ενώ ο ιερός Αυγουστίνος μεταστράφηκε από την άσωτη ζωή στην εκκλησιαστική πειθαρχία, ο Αβελάρδος, τη στιγμή της φιλοσοφικής του ανέλιξης, μεταστρέφεται, όχι στον θείο, ούτε τον φιλοσοφικό, αλλά τον σαρκικό και πνευματικό έρωτα. Η Eλοΐζα μένει έγκυος, και τα όσα ακολουθούν, παίρνουν την τροπή μιας τραγωδίας, ενός εκπληρωμένου έρωτα που πλήρωσε το τίμημά του.

Ο Γιάννης Καλαβριανός λοιπόν, ο οποίος σκηνοθετεί και συνθέτει το κείμενο, επέλεξε μια ερωτική ιστορία, η οποία παράλληλα, συνομιλεί διαρκώς με φιλοσοφικά αλλά και θεολογικά ζητήματα. Πρόκειται για μια κοσμική αγάπη, σε ένα θρησκευτικό περίβολο. Έτσι, έμμεσα αρχικά, και ολοένα εντονότερα, οικοδομείται επί σκηνής μία συζήτηση θεολογικών προεκτάσεων, μια φαινομενολογία της πίστης – τόσο της ερωτικής, όσο και της θρησκευτικής, τόσο της εγκόσμιας, όσο και της μεταφυσικής.

Χωρίς άκαμπτες απαντήσεις, αλλά με μεταβλητές αναζήτησης, η παράσταση πετυχαίνει μια συγχορδία ερωτημάτων: πού πιστεύει ο ερωτευμένος, ποια είναι η θεολογία του έρωτα, γιατί η σάρκα κυοφορεί πάντα με την αίρεση; Ο Αβελάρδος, αξίζει να σημειωθεί, τιμωρείται σωματικά από τον θείο της Eλοΐζας και όχι από τη θεία δίκη. Η καθολική εκκλησία, επίσης, τον κηρύσσει αιρετικό. Οι δύο εραστές, επίμονοι, ζητούν να ταφούν πλάι πλάι.

Σε ένα σημείο της παράστασης, μάλιστα, το οξύτερο στην κριτική του, επισημαίνεται με παρωδιακή σαφήνεια η εμπορική και καταναλωτική διάσταση, την οποία εκλαμβάνει η πώληση εκκλησιαστικών αντικειμένων, η εκποίηση εικόνων σε αντίτυπα, σε ένα πλαίσιο εκτός θρησκευτικού αισθήματος. Συγκεκριμένα, οι ηθοποιοί εμφανίζονται κρατώντας απεικονίσεις της Παναγίας εκτυπωμένες σε χαρτί, αντικείμενα προς πώληση που πληθαίνουν στη σκηνή. Έτσι γίνεται ένα παράλληλο σχόλιο για την μηχανική αναπαραγωγή της εικόνας, τα καθρεφτίσματα που πολλαπλασιάζονται, τα simulacra και τις προσομοιώσεις της καθημερινότητας, χωρίς ωστόσο κινδυνολογίες.

Η φαινομενολογία της πίστης, την οποία ενθέτει ο Γ. Καλαβριανός σε αυτή την ερωτική ιστορία, ξετυλίγεται με τον τρόπο ενός παλίμψηστου χειρογράφου. Με διαρκείς στρώσεις, σαν περιστρεφόμενοι περίακτοι, οι ηθοποιοί και το σύμπαν της παράστασης εμπλουτίζουν τις δυνατότητες και της αδυναμίες της θεολογικής ενατένισης και προωθούν την εμβληματική αξία και θέση της συναισθηματικής ζωής.

Η παράσταση, η οποία υλοποιείται από τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς, τον Γιώργο Γλάστρα, την Ελένη Κοκκίδου και τη Χριστίνα Μαξούρη κλείνει με μια προτροπή έρωτα και συναισθημάτων προς το κοινό. Έγινε δεκτή, κρίνοντας απ’ τις αντιδράσεις, με πλήρη ευχαρίστηση.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού