ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΗΜΕΡΑΣ Η Δίκη της Παντείου: ένας αναστεναγμός και δύο σκέψεις

Δημοσιότητα ουδεμία – ή πολύ περιορισμένη- δόθηκε στο θέμα της δίκης σε δεύτερο βαθμό για την υπόθεση του λεγόμενου σκανδάλου της Παντείου. Μίας δίκης η οποία ξεκίνησε (κατ’ έφεση) το Φεβρουάριο του 2011, η δε απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων εκδόθηκε την περασμένη Δευτέρα, 25 Ιουνίου, και ήταν καταδικαστική για τους Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις του Πανεπιστημίου, για διοικητικούς υπαλλήλους της Γραμματείας του Πανεπιστημίου, καθώς και για ιδιώτες (προμηθευτές), στους οποίους επεβλήθησαν ποινές κάθειρξης 10- 20 ετών για συμμετοχή σε οικονομικά εγκλήματα.

Σημειωτέον ότι η πρωτοβάθμια δίκη η οποία είχε διεξαχθεί κατά τα έτη 2005-2007, είχε απεναντίας απασχολήσει πολύ περισσότερο τα μέσα ενημέρωσης και το πανελλήνιο, καθώς τότε μας ενδιέφεραν και άλλα ζητήματα, δεν είχαμε γίνει ιδεοληπτικοί σχετικά με την παραμονή μας ή όχι και για πόσο ακόμη στην Ευρωζώνη και δεν επικρατούσε (πλήρης τουλάχιστον) ακυβερνησία. Εν όψει λοιπόν του γεγονότος ότι το εν λόγω ζήτημα πέρασε στα «ψιλά γράμματα» των εφημερίδων, ιδού μερικές σκέψεις σε σχέση με αυτό.

Λέγεται πως η δικαιοσύνη εξάντλησε την αυστηρότητά της επί των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Πράγματι, η απόφαση, τόσο επί της κατηγορίας, όσο και επί των ποινών, ήταν η αυστηρότερη δυνατή, κινήθηκε δε στα ανώτατα πλαίσια ποινής που προβλέπονται για τις συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, παρά το γεγονός ότι για το σύνολο των κατηγορουμένων προβλήθηκε το σοβαρότατο ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Δεν παρακολούθησα (το σύνολο τουλάχιστον) της ακροαματικής διαδικασίας, συνεπώς δεν μπορώ να έχω ολοκληρωμένη άποψη επί του αποδεικτικού υλικού ή του τρόπου με τον οποίο αυτό αξιολογήθηκε. Κάνω όμως κάποιες σκέψεις για την υπόθεση αυτή καθώς με απασχολεί ιδιαίτερα και με προβληματίζει η έκβαση που αυτή είχε.

Έχω την τάση να σέβομαι τους διδάσκοντες εξ ορισμού, ίσως επειδή έχω πατέρα εκπαιδευτικό, ίσως όχι. Ο σεβασμός μου δεν είναι ποτέ άκριτος, ωστόσο υφίσταται, μέχρι τέλους, μέχρι (και εφόσον) το ίδιο το πρόσωπο που απολαμβάνει του σεβασμού μου, να ανατρέψει, να αντιστρέψει την εικόνα που έχω για εκείνο, να με αναγκάσει (και πάλι το ίδιο) να αποσύρω τον σεβασμό μου προς αυτό, το οποίο θα πράξω εν τέλει, όχι ελαφρά τη καρδία, και μετά μεγάλης λύπης.

Άλλοις λόγοις: Όπως δύσκολα μυθοποιώ, άλλο τόσο δύσκολα και απομυθοποιώ.

Στην προκειμένη περίπτωση, δύσκολα θα έχανα τον σεβασμό και την πίστη μου στους ανθρώπους που κατά τεκμήριο είναι μορφωμένοι, που κατά τεκμήριο διαθέτουν εχέγγυα βαθιάς κατάρτισης, επάρκειας και επιστημοσύνης. Τέτοιοι είναι κατ’ εξοχήν οι ακαδημαϊκοί. Δυσκολεύομαι λοιπόν να απαξιώσω ένα σύνολο προσώπων εντός της επιστημονικής κοινότητας (και αναφέρομαι στους καταδικασθέντες καθηγητές του Παντείου οι οποίοι διετέλεσαν πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, 1992- 1998). Δυσκολεύομαι ακριβώς, διότι δεν επρόκειτο καν για ένα αλλά για πλείονα του ενός πρόσωπα της εν λόγω κοινότητας τα οποία τελεσιδίκως πλέον κρίθηκε ότι είχαν εμπλοκή στα σοβαρότατα αδικήματα των υπεξαιρέσεων ποσού ύψους 8 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, απάτης κατά του Δημοσίου, ψευδών βεβαιώσεων και πλαστογραφιών, που ελάμβαναν χώρα κατ’ εξακολούθηση και συρροή επί χρόνια σε βάρος της πανεπιστημιακής περιουσίας.

Δυσκολεύομαι και δεν θέλω να πιστέψω ότι μπορεί να«παρασύρθηκαν» συλλήβδην τόσοι άνθρωποι σε τέτοιου είδους παρεκτροπές. Δυσκολεύομαι και για τον επί πλέον (πεζό ομολογουμένως) λόγο, ότι οι αμοιβές των ακαδημαϊκών είναι ούτως ή άλλως αρκετά υψηλές, ενώ επίσης οι περισσότεροι έχουν έσοδα και από πρόσθετες δραστηριότητες σχετιζόμενες με την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα, όπως είναι λ.χ. η συγγραφή και έκδοση πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, η τυχόν συμμετοχή τους σε επιστημονικές επιτροπές κλπ.. Και διερωτώμαι: τόσοι πολλοί άνθρωποι λοιπόν, τόσοι ακαδημαϊκοί, από καθαρή πλεονεξία, αγνόησαν τις συνέπειες των πράξεών τους και ρίσκαραν την υπόληψή τους, τη θέση τους στην κοινωνία, αλλά και την προσωπική τους ελευθερία; Και όλα τούτα για τα χρήματα; Που έτσι κι αλλιώς δεν τους έλειπαν; Ή μήπως για να βάλουν στα σπίτια τους ακριβά μάρμαρα τα οποία (φέρεται ότι) παράγγελναν επ’ ονόματι και για λογαριασμό του Πανεπιστημίου;

Δεν θα ήθελα ούτε είναι στις προθέσεις μου να αμφισβητήσω τη σχηματισθείσα δικανική πεποίθηση πολλώ δε μάλλον την ίδια τη δικαιοσύνη. Και τούτο διότι εάν το έπραττα (ή εάν πιο σωστά, καταλήξω ποτέ στο σημείο να το πράξω), εάν ποτέ, λέω, κλονιστεί ισχυρά η εμπιστοσύνη μου προς τη δικαιοσύνη, η πρώτη που θα πληγεί είμαι εγώ η ίδια, ως συλλειτουργός της. Θα πληγώ επαγγελματικά και υπαρξιακά. Απλώς στην προκειμένη περίπτωση θα προτιμούσα να πιστέψω ότι κάπου η δικαιοσύνη ίσως υπερέβαλε εαυτήν, από το να θεωρήσω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι άνθρωποι αυτοί, οι πρυτάνεις του Παντείου Πανεπιστημίου, όντως διέπραξαν αυτά ακριβώς για τα οποία κατηγορήθηκαν και με τον τρόπο ακριβώς με τον οποίον τους αποδόθηκαν, δηλαδή με δόλο.

Αξιοσημείωτο είναι δε, σε ό, τι αφορά στην αυστηρότητα που επέδειξαν οι δικαστές της έδρας, και το γεγονός ότι η προηγηθείσα πρόταση της κ. Εισαγγελέως ήταν απαλλακτική, λόγω αμφιβολιών. Αμφιβολιών, οι οποίες απορρέουν ως επί το πλείστον από το γεγονός ότι οι Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις, ναι μεν ήταν εκείνοι οι οποίοι υπέγραφαν τα χρηματικά εντάλματα, πλην όμως, και εκ των πραγμάτων πολλές φορές, δεν ήταν σε θέση να ελέγχουν και να έχουν πλήρη εποπτεία της κατάστασης, ήτοι των πανεπιστημιακών αναγκών από τη μία και των ειδών τα οποία παραγγέλνονταν προς κάλυψή τους από την άλλη, δεδομένου ότι, ήταν κυρίως επιφορτισμένοι με τα αμιγώς ακαδημαϊκά (διδακτικά) τους καθήκοντα, οπότε, τίθεται αυτομάτως εν αμφιβόλω το στοιχείο του δόλου, του οποίου ελλείποντος ωστόσο, δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι Πρυτάνεις. Ούτε υπεξαίρεση, ούτε απάτη, ούτε ψευδής βεβαίωση, ούτε πλαστογραφία τελείται εξ αμελείας.

Και κάτι τελευταίο: ένας εκ των κατηγορουμένων, πρώην Πρύτανης, «πρόλαβε» και πέθανε. Και φοβάμαι για τους υπόλοιπους. Φοβάμαι. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μαθημένοι σε συνθήκες κράτησης. Να γυαλίζουν έπιπλα και να τρώνε ληγμένα. Φοβάμαι, λυπάμαι και ανησυχώ. Μιλάμε για ανθρώπους ηλικιών 60-70 ετών, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα θα τερματίσουν τη ζωή τους στη φυλακή. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Και εάν μεν έχουν πράγματι διαπράξει αυτά για τα οποία κατηγορούνται, η νομοθεσία, η ισονομία και η ισοπολιτεία, όσο σκληρό κι αν είναι, επιβάλλει την τιμωρία τους και μάλιστα, παραδειγματικώ τω τρόπω. Σε αντίθετη περίπτωση, όμως, ελπίζω οι εμπλεκόμενοι να δικαιωθούν και να αποκατασταθούν ηθικά, είτε σε επίπεδο αναίρεσης είτε ακόμη κι αν εξαντληθούν εις βάρος τους τα εθνικά ένδικα μέσα και χρειαστεί να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού