Παγκοσμιοποίηση, τεχνολογική εξέλιξη και εκπαιδευτικό σύστημα: Η περίπτωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

Βασικά γνωρίσματα της παγκοσμιοποίησης είναι α) η μετάβαση από το μεταπολεμικό φορντικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου (“οικονομίες κλίμακας”: μαζική παραγωγή/πλήρης απασχόληση/κοινωνικό κράτος), που ίσχυσε μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του’70, στο μεταφορντικό πρότυπο της ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής (“οικονομίες κυμαινόμενων στόχων” με βάση την “ευέλικτη εξειδίκευση”) και β) η “χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας”, η βαθμιαία δηλαδή μετατόπιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον παραγωγικό στο χρηματοοικονομικό τομέα, με αποκλειστικό γνώμονα την εξασφάλιση, υψηλού, εύκολου και γρήγορου κέρδους. Κι ενώ η μετάβαση από το φορντικό στο μεταφορντικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής συνδυάστηκε με την επιλεκτική χρήση της εργατικής δύναμης, την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και την βαθμιαία απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η μεταστροφή στην επενδυτική συμπεριφορά των επιχειρήσεων, το λεγόμενο U-turn, οδήγησε στην “υπερ-χρηματιστική οικονομία” με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του βιομηχανικού συστήματος, στο βαθμό που παρατηρούνται φαινόμενα αποεπένδυσης σε όλες λίγο ή πολύ τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης.
Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, καθώς συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η μαζική χρήση των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και η αναγόρευση του τεχνολογικού και επιστημονικού επαγγελματισμού σε κυρίαρχο στοιχείο της οικονομίας, έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στο χώρο παραγωγής και αναπαραγωγής της επιστημονικής γνώσης και της τεχνογνωσίας, πράγμα που επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Στόχος των επιχειρήσεων είναι η παραγωγή και εξασφάλιση εξειδικευμένης γνώσης. Οι απαιτήσεις της εξειδίκευσης, ωστόσο, καθώς προσλαμβάνουν αναγκαστικά τεχνοκρατικό χαρακτήρα, οδηγούν τελικά στην αποψίλωση του εκπαιδευτικού συστήματος από τα ανθρωπιστικά του στοιχεία. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η παρατηρούμενη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της έννοιας της παιδείας και αυτής της εκπαίδευσης, στο βαθμό που η γνώση υπηρετεί κυρίως χρησιμοθηρικούς σκοπούς, αποστερώντας έτσι την εργασία από την οντολογική της και συνακόλουθα από την πολιτιστική της διάσταση.
Με την μετατόπιση των κέντρων λήψης αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο που προωθεί η νέα κοσμοπολίτικη κυρίαρχη τάξη, τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανικών χωρών της Δύσης τείνουν να ομογενοποιηθούν, αποβάλλοντας ολοένα και πιο πολύ τον εθνικό τους χαρακτήρα, αφού η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει την εξομοίωση όχι μόνον των προτύπων οικονομικής και καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά και των εκπαιδευτικών συστημάτων, εντείνοντας συγχρόνως τις τάσεις συγκεντρωτικού ελέγχου της γνώσης.
Το νέο σύστημα οργάνωσης των πανεπιστημιακών σπουδών που εκκολάπτεται στους κόλπους της Ε.Ε., με τις ευλογίες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, υπονομεύει το ισχύον καθεστώς της δημόσιας και δωρεάν παιδείας και οδηγεί τελικά στην “επιχειρηματικοποίηση” της ανωτάτης εκπαίδευσης. Η επιχειρηματικοποίηση της εκπαίδευσης, όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, διαφέρει από τον όρο “ιδιωτικοποίηση” της εκπαίδευσης (αλλαγή της νομικής μορφής ιδιοκτησίας), καθότι ,υποδηλώνει τη υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος στα συμφέροντα του κεφαλαίου, χωρίς, ωστόσο, να χάνει το δημόσιο χαρακτήρα του, αφού οι αλλαγές συντελούνται μέσω της αναμόρφωσης των διδακτικών και ερευνητικών προγραμμάτων καθώς και μέσω της αναδιοργάνωσης των εργασιακών σχέσεων στο χώρο της εκπαίδευσης. Προκειμένου να εξυπηρετηθεί το ιδιωτικό συμφέρον, τα πανεπιστήμια εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην εφαρμοσμένη έρευνα, σε βάρος βέβαια της βασικής έρευνας που αποτελεί ως γνωστόν βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνικής γνώσης.
Η “εκσυγχρονιστική” πολιτική της Ε.Ε. στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εγκαθίδρυση εκπαιδευτικού συστήματος πολλών ταχυτήτων, με ιδιαίτερα έντονα τα ταξικά χαρακτηριστικά, ενώ μακροπρόθεσμα ανοίγει το δρόμο για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (εξέλιξη ξένη προς την εκπαιδευτική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης), τα οποία και θα αναλάβουν την εκπαίδευση εξειδικευμένου προσωπικού, απόλυτα προσαρμοσμένου στις ανάγκες αξιοποίησης του πολυεθνικού κεφαλαίου. Αν τελικά τα σχέδια αυτά εφαρμοστούν, τότε πολλά από τα πανεπιστήμια θα μετατραπούν από Universitas σε Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως θα παύσουν να υφίστανται ορισμένα πανεπιστήμια υψηλών προδιαγραφών, τα οποία και θα είναι επιφορτισμένα με την εκπαίδευση της εκάστοτε κυβερνώσας ελίτ. Οι εξαιρετικές πιέσεις του τεχνολογικού και επιστημονικού επαγγελματισμού επιτείνουν, όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο γνωστός Γάλλος στοχαστής Edgar Morin, μεταξύ άλλων, την απαξίωση του ρόλου των διανοουμένων στην κοινωνία, καθώς στη θέση του εμφανίζεται ο εξειδικευμένος επιστήμονας, ο οποίος και αποδεικνύεται ανήμπορος να σκεφτεί τη γνώση, από την οποία δεν κατέχει ο ίδιος παρά μόνον ένα τμήμα.
Ενόψει, λοιπόν, της παγκοσμιοποίησης, η γνώση τείνει να μετατραπεί σε ιδιαίτερα αποτελεσματικό “όπλο του εμπορικού ανταγωνισμού”, γεγονός που εξωθεί την πολιτική εξουσία στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να εντείνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των παραδοσιακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και του αιτήματος της εξειδίκευσης. Έτσι, το σύστημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του 20ου αιώνα, τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση “στο όνομα της προσφοράς και της ζήτησης και ενός πρωτόγονου φιλελευθερισμού ο οποίος λησμονεί την ισότητα των ευκαιριών ως ουσιαστική βάση οποιουδήποτε συστήματος ανταγωνισμού”.
Τόσο οι τεχνολογίες αιχμής όσο και τα διάφορα οπτικοακουστικά συστήματα χρησιμοποιούνται σήμερα συνειδητά από την διεθνή τεχνοκρατική ελίτ ως μοχλός ανατροπής των υφιστάμενων σχέσεων στο χώρο της εκπαίδευσης. Επιχειρείται δηλαδή η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις. “Η επιχειρηματική δραστηριότητα- αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Τομαράς- θεωρεί την εκπαίδευση ως μια εξαιρετική ευκαιρία κερδοφορίας και ανάπτυξης. Πίσω από αυτήν υπάρχει το κρατικό σύστημα δημόσιας παιδείας, το οποίο είναι ανίκανο να διαχειρίζεται έναν διπλασιασμό της γνώσης κάθε επτά χρόνια.
Η γνωστική επανάσταση θα τροφοδοτήσει με ενέργεια τη νέα παγκόσμια οικονομία, θα αναδιαμορφώσει πολλά από τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα και θα επιδράσει σε κάθε φάση της ανθρώπινης ζωής, ενώ οι επιχειρήσεις θα πιέζουν ασφυκτικά τις κυβερνήσεις για εκχώρηση της εθνικής παιδείας σ’ αυτές”. Και συνεχίζει : “Οι εκπαιδευτικές ανάγκες των αγορών, οι οποίες ορίζονται από την δια βίου εκπαίδευση, φαίνεται να βρίσκουν εξαιρετική ανταπόκριση από το Ιδεατό Πανεπιστήμιο, στο οποίο οι “πληροφοριοδομές” και οι άριστα εκπαιδευμένοι διαχειριστές θα προσαρμόζονται ταχύτατα στις μεταβαλλόμενες αγορές και στις μετατοπιζόμενες ανάγκες”.
Εικάζεται, λοιπόν, ότι ο τύπος πανεπιστημίου που θα επικρατήσει στο μέλλον, θα είναι το “ιδεατό” ή “ψηφιακό” πανεπιστήμιο. Πρόκειται, ως φαίνεται, για επιλογή που προωθείται συνειδητά από τις πολυεθνικές εταιρίες παραγωγής υπολογιστών και λογισμικού, βρίσκει ωστόσο σύμφωνες τις διαπλεκόμενες πολιτικές ελίτ. στο βαθμό που οι επιχειρηματικές δραστηριότητες αυτού του είδους επηρεάζουν και το δικό τους μέλλον. Η ψηφιοποίηση (digitalisation) της διδασκαλίας στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στηρίζεται κυρίως στην “εκπαιδευτική τηλε- αλληλεπίδραση” και με την έννοια αυτή προωθεί την “αποϋλοποίηση των σταθερών δομών παιδείας” και έχει, ως εκ τούτου θετικές οικονομικές επιπτώσεις, καθώς οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες μετατοπίζονται σε “κυβερνοχωρικές πληροφοριοδομές”, εκχωρώντας έτσι το κόστος “πρόσβασης στην παιδεία στους χρήστες, με την ελαχιστοποίηση του προσωπικού εκπαίδευσης και διοίκησης, με την κατάργηση πολλών φυσικών χώρων εκπαίδευσης, με την κατασκευή πληροφοριοδομών και με τη συγκράτηση των προγραμμάτων εκπαίδευσης (curricula) σε ρευστότερη κατάσταση”. Με άλλα λόγια, το “τριτοβάθμιο κυβερνοσχολείο” αποσκοπεί στον περιορισμό των πόρων για την παιδεία, ενισχύει συγχρόνως τη διασύνδεση των επιχειρήσεων με το πανεπιστήμιο, αφού, όπως σωστά έχει επισημανθεί, κάθε μελλοντική επένδυση “θα εκχωρείται στον ιδιωτικό τομέα” με το δικαιολογητικό ότι “διαχειρίζεται καλύτερα τους πόρους” από οτι οι δημόσιες αρχές”.
Η μείωση του κόστους μέσω της ψηφιοποίησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων θα ισχύσει, βέβαια, μόνον για τα πανεπιστήμια της “σειράς”, του τύπου των αναβαθμισμένων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), τα οποία και θα επιφορτιστούν με την ευέλικτη οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την παραγωγή και διάθεση της εκάστοτε απαραίτητης εξειδικευμένης γνώσης, όχι όμως και για τα πανεπιστημιακά θερμοκήπια της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ του συστήματος. Δεν είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ή του Καίμπριτς αποψιλωμένο από τα ανθρωπιστικά του μαθήματα.

Από αρχαιοτάτων χρόνων τα ιερατεία της εξουσίας φρόντιζαν για την υψηλή παιδεία των λειτουργών της και φυσικά για τον έλεγχο της γνώσης. Αποδεσμευμένο από τις “παραμέτρους της κλασικής εκπαίδευσης”, που βρίσκονται ήδη διεθνώς υπό καθεστώς αναθεώρησης, το ψηφιοποιημένο πανεπιστήμιο θα συμβάλει αποφασιστικά στην ικανότητα ευέλικτης προσαρμογής του πολυεθνικού κεφαλαίου στις προκλήσεις της αγοράς. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από την έννοια της παιδείας σε αυτήν της εξειδικευμένης εκπαίδευσης συνεπάγεται αναγκαστικά και την υποβάθμιση του status του διδακτικού προσωπικού και ειδικότερα των καθηγητών εκ μέρους των κυβερνήσεων, “οι οποίες δεν κουράζονται, κατά τα άλλα, να δηλώνουν την υποστήριξη τους στην παιδεία, την ίδια στιγμή που παζαρεύουν προϋπολογισμούς” και υπονομεύουν το κύρος των ακαδημαϊκών δασκάλων, στο μέτρο, βέβαια, που δεν το έχουν πράξει ήδη οι ίδιοι μετατρεπόμενοι σε θεραπαινίδες της εξουσίας.

Οι εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης διεθνώς προμηνύουν τη σταδιακή αντικατάσταση των δημόσιων πανεπιστημίων από τα ιδιωτικά τριτοβάθμια “κυβερνοσχολεία”. ενώ θα μειώνεται συνεχώς η επιρροή του κράτους στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. “Η συρρίκνωση των εξουσιών του κράτους θα έχει ως λογικό επακόλουθο την απώλεια του ουσιαστικού ελέγχου της εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις και τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων με βάση μια παγκόσμια λογική”, τη λογική δηλαδή της παγκοσμιοποίησης σε ό,τι αφορά τους “θεμελιώδεις στόχους”, το περιεχόμενο των διδακτικών προγραμμάτων καθώς και τις βασικές οργανωτικές δομές και λειτουργίες.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να τονιστεί ότι η επίδραση του βιομηχανικού κεφαλαίου και γενικά του κεφαλαίου στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής των επιμέρους χωρών είναι όχι μόνον εμφανής αλλά και επιβλαβής, στο βαθμό που επιμένει στη δήθεν χρηστικότητα τη παρεχόμενης γνώσης, αδιαφορώντας για τις αξίες που συνέχουν την κοινωνία. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, τα παραδοσιακά πανεπιστήμια με την ευρύτερη σημασία του όρου “πέραν της γνώσης την οποίαν παρέχουν και εμφυτεύουν, διαμορφώνουν πολίτες με ευαισθησίες, με υποχρεώσεις, με δικαιώματα στην πολιτεία, παράμετροι οι οποίες είναι ανύπαρκτες στην βιομηχανία της γνώσης, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για τη μετάδοση κάποιας γνώσης” και η οποία, για την ίδια, δεν είναι ποτέ μετρήσιμη”. Θύμα πρωτίστως της ψηφιοποίησης των πανεπιστημίων θα είναι η σχέση διδασκόντων και διδασκομένων, η οποία θα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού θα διαμεσολαβείται από τα ψηφιακά διδακτικά προγράμματα με τη βοήθεια του διαδικτύου.
Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προχωρήσει τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών-μελών της Ένωσης, προκειμένου οι οικονομίες τους να ανταποκριθούν καλύτερα στον ανταγωνισμό που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση, είχε σαν αποτέλεσμα να ενταθεί ο προβληματισμός στους κόλπους της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας σχετικά με τη μελλοντική πορεία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας. Οι ανησυχίες ενισχύθηκαν τελευταία με τη δημοσιοποίηση του προγράμματος “Αναμόρφωσης Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών” (ΠΠΣ) που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας με συγχρηματοδότηση 75% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) καθώς και με την επικείμενη αξιολόγηση και πιστοποίηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, με στόχο, καθώς φαίνεται, την ποιοτική τους ιεράρχηση με βάση κυρίως το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Ακόμη, προβλέπεται η μαζική είσοδος του διαδικτύου στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, γεγονός που θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας, καθώς οι διδάσκοντες θα είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν στην ψηφιακή ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού, η χρήση του οποίου από τους διδασκόμενους θα είναι δυνατή μόνον έμμεσα μέσω του διαδικτύου. Τελικός στόχος είναι η πλήρης ανάπτυξη της διδακτικής και εξεταστικής διαδικασίας σε ηλεκτρονική μορφή.

Η επιχειρούμενη και στη χώρα μας εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με στόχο την αναγόρευση του τεχνολογικού και επιστημονικού επαγγελματισμού σε βασικό στόχο του εκπαιδευτικού συστήματος, εγκυμονεί, μακροπρόθεσμα, τον κίνδυνο, αν βέβαια δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, οστρακισμού των ανθρωπιστικών μαθημάτων από τη Μέση Εκπαίδευση. Η μείωση των διδακτικών ωρών στα ανθρωπιστικά μαθήματα του διδακτικού προγράμματος του ενιαίου Λυκείου π.χ. όχι μόνον αφυδατώνει πνευματικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλά και περιορίζει αισθητά τις προοπτικές απασχόλησης των νέων που επέλεξαν να σπουδάσουν ανθρωπιστικές επιστήμες.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το έτος 1999 που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, η Ελλάδα είναι πρώτη στο ποσοστό πτυχιούχων που σχετίζονται με την πληροφορική και τις τεχνολογίες, ενώ κατέχει τις τελευταίες θέσεις στους πτυχιούχους στις ανθρωπιστικές επιστήμες, την εκπαίδευση και την τέχνη .
Ωστόσο, η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των κοινωνιών μας καθιστούν απαραίτητη την αναβίωση της έννοιας της παιδείας με την κλασική σημασία του όρου. Η ανθρωπιστική παιδεία, όπως αυτή αναδείχθηκε μέσα από το έργο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και παιδαγωγών, στο πνεύμα της οποίας γαλουχήθηκε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, όσο κι αν ορισμένοι δήθεν Ευρωπαίοι θέλουν να το αμφισβητούν, θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση, πάνω στην οποία οφείλουμε να στηρίξουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αν θέλουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο της πνευματικής λοβοτομής του λαού μας. Η ύπαρξη ανθρωπιστικής παιδείας όχι μόνον δεν περιορίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων για εξειδίκευση, όπως διατείνονται οι παντός είδους τεχνοκράτες, αλλά, αντίθετα, ενισχύει την ικανότητα ευέλικτης προσαρμογής στις προκλήσεις της εποχής μας. Η ευρύτητα γνώσεων αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να δομηθεί τόσο η ευελιξία όσο και η δυνατότητα συνεχούς ανανέωσης και επικαιροποίησης της γνώσης. “Όχι”, λοιπόν, στους μονοδιάστατους εκπαιδευτικούς, όχι στους λοβοτμημένους μαθητές και σπουδαστές με τη δήθεν εξειδικευμένη γνώση που τους στερεί την ικανότητα να προσαρμοστούν. Η γνώση οφείλει να διατηρήσει ένα σεβαστό κομμάτι αυτονομίας, για να μπορεί έτσι να αναστοχάζεται γύρω από τον εαυτό της.

Στη χώρα μας, γνωστού όντος ότι η πανεπιστημιακή μόρφωση αποτελεί τον κύριο μοχλό κοινωνικής ανέλιξης, οι συνέπειες μιας άκρως χρησιμοθηρικής αντιμετώπισης της γνώσης, θα μπορούσε να δυναμιτίσει με τον καιρό όχι μόνο τον κοινωνικό ιστό αλλά και την ίδια την πολιτιστική μας ταυτότητα. Είναι αλήθεια πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι από πολλές απόψεις αναχρονιστικό και ξεπερασμένο και με την έννοια αυτή είναι απαραίτητη η προσαρμογή του στα νέα οικονομικά, τεχνολογικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, όμως η όποια μεταρρύθμιση θα πρέπει να γίνει προσεκτικά και με μέτρο καθώς και με γνώμονα τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου και όχι των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, αδιαφορούν για το πολιτιστικό μέλλον του λαού μας, όσο κι αν διατείνονται ότι το υπηρετούν με τις πράξεις τους. Η αντίσταση π.χ. στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας δεν είναι θέμα ιδεολογίας ή εξυπηρέτησης των συμφερόντων των εκπαιδευτικών, αλλά κοινωνική επιταγή, προκειμένου να εξασφαλιστούν για όλους τους Έλληνες πολίτες οι καλύτερες προϋποθέσεις πρόσβασης στη γνώση και συνακόλουθα στη ζωή.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού