<< Επιστροφή
InterPares

Τεύχος 2
- Ασάφεια και γενικολογία


Με αφορμή ένα θέμα πανελληνίων

Ασάφεια και γενικολογία

Καθότι διανύουμε ημέρες πανελληνίων, σκέφτηκα αρχικά να αναπτύξω κι εγώ το θέμα της έκθεσης "εκ του ασφαλούς" πια, χωρίς το άγχος της αξιολόγησης. Διαβάζοντάς το, όμως, από τη διατύπωσή του και μόνο μπήκα στον πειρασμό να αφήσω στην άκρη την πρώτη μου σκέψη και να ασχοληθώ με την ασάφεια και τη γενικολογία που χαρακτηρίζει την έκφραση και τη σκέψη μας ως άτομα και ως κοινωνία.
Αφορμή για την επιλογή μου αυτή υπήρξε η αφόρητη γενικότητα με την οποία ήταν διατυπωμένο το θέμα. Σε μια προτάση συνοψίζω ότι ζητούσε τις επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον καθώς και τρόπους αντιμετώπισής τους. Η γενικότητα δεν αναιρεί την αξία του θέματος αυτού ως εξεταστικού εργαλείου. Άλλωστε η ικανότητα σκέψης και έκφρασης σημαίνει μεταξύ άλλων και την ικανότητα να οριοθετεί κανείς συγκεκριμένα έννοιες αφηρημένες. Περισσότερο στέκομαι στο γεγονός η διατύπωση του θέματος συνοψίζει με τρόπο πανηγυρικό την ασάφεια και τη γενικολογία που χαρακτηρίζει την εκπαιδευτική διαδικασία σε όλες τις βαθμίδες. 'Η με απλά λόγια οι μαθητές δεν διδάσκονται συστηματικά ούτε να κατανοούν τι συγκεκριμένα λέει ένα κείμενο, ούτε να σκέφτονται και να εκφράζονται με βάση λογικά δομημένους συλλογισμούς.
Και φυσικά δεν θεωρώ ότι τα παραπάνω μπορούν να γίνουν μέσα στη διετία της προ-ετοιμασίας για τις εν λόγω εξετάσεις. Η ικανότητα λογικά δομημένης και συγκεκρι-μένης αντίληψης και σκέψης συνιστά μία ποιότητα η οποία δεν διαπλάθεται μόνο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για το εξεταστέο μαθημα της νεοελληνικής γλώσσας. Ο τρόπος σκέψης είναι ένα συνθετικό δημιούργημα όλων των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ερεθισμάτων. Όταν λοιπόν τα ερεθίσματα δεν κινητοποιούν τη σκέψη, αυτή μένει αδρανής, όταν τα ερεθίσματα ωθούν τη σκέψη στην αοριστία, αυτή καταλήγει να είναι αόριστη.
Αν έγραφα έκθεση πανελληνίων θα αναφερόμουν τώρα στο ρόλο της οικογένειας, του εκπαιδευτικού συστήματος, των πνευματικών ανθρώπων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των υπολοίπων "φορέων κοινωνικοποίησης". Η επάρατη γενικολογία, η οποία δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κατέχουμε τις λύσεις για τα πάντα ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε σε θέση να προτείνουμε τίποτα συγκεκριμένο. Το πρώτο βήμα για να φτάσουμε σε μια συγκεκριμένη πρόταση, η οποία θα ικανοποιεί την αναζήτηση μας είναι να θέσουμε με σαφήνεια το πρόβλημα ή το ερώτημα που μας απασχολεί. Ένα παράδειγμα άστοχης διατύπωσης θα ήταν: "Η υπερκατανάλωση οδηγεί στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος". Στην πραγματικότητα αυτή η πρόταση στερείται συνοχής. Το γεγονός ότι κάποιος καταναλώνει διάφορα προϊόντα δε σημαίνει ότι δίχως άλλο καταστρέφει το περιβάλλον. Από αυτόν το συλλογισμό λείπει ένας συνεκτικός κρίκος. Το περιβάλλον καταστρέφεται από συγκεκριμένες μεθόδους παραγωγής και από συγκεκριμένες πράξεις που έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την υποβάθμισή του. Άλλωστε και η ίδια η συνέπεια είναι ιδιαίτερα γενικόλογη.
Η ίδια ασάφεια χαρακτηρίζει συχνά και προβληματισμούς που αφορούν τον ίδιο μας τον εαυτό. Για παράδειγμα λέμε: "Δεν διαβάζω, επειδή δε μου αρέσει το διάβασμα. Το διάβασμα δε μου αρέσει επειδή το βαριέμαι". Η πρόταση αυτή ταυτίζει την αιτία με το αποτέλεσμα. Συνεπώς ο συλλογισμός είναι λαθεμένος. Πράγματι, το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω όρεξη για διάβασμα. Η αιτία δεν μπορεί να είναι ότι βαριέμαι. Αυτό είναι το πρόβλημα. Μια συγκεκριμένη αιτία θα μπορούσε να λέει "Έχω δυσκολία στην κατανόηση του βιβλίου και αυτό με κουράζει" ή "δεν έχω ακόμη καταλάβει για ποιο λόγο κάθομαι και διαβάζω". Ιδίως ενόψει συναισθηματικών αναζητήσεων, όπου ο διάλογος με τον εαυτό μας είναι περισσότερο επώδυνος, η αδυναμία μας να καταστρώσουμε λογικά δομημένους συλλογισμούς έχει συχνά ως αποτέλεσμα την υπεκφυγή και την απεμπόληση της ίδιας της συναισθηματικής μας εξέλιξης. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα από μόνο του.
Όταν, λοιπόν, το ερώτημα είναι διατυπωμένο με σαφήνεια η σκέψη σχεδόν αυτόματα οδηγείται στη σωστή κατεύθυνση αναζήτησης. Εκεί είναι κρίσιμο να διατυπωθούν τα αίτια τα οποία οδηγούν άμεσα στο αποτέλεσμα, στη συνέχεια ίσως κάποια απώτερα αίτια. Το ίδιο άμεσα πρέπει να διατυπώνονται και οι πρατάσεις. Για παράδειγμα η πρόταση "να δραστηριοποιηθούν οι πνευματικοί άνθρωποι και να αφυπνίσουν τις μάζες" είναι μια πρόταση σχεδόν κενή περιεχομένου. Συγκεκριμένη είναι μια πρόταση που αναφέρεται σε συγκεκριμένη πράξη, λ.χ.: "Προτείνω το δεκαπενταμελές του σχολείου μου -συγκεκριμένα- να αγοράσει κάδους συλλογής για κουτάκια αλουμινίου, οι οποίοι θα τοποθετηθούν στην αυλή του σχολείου" αντιλαμβάνομαι, βέβαια, ότι κανένας μαθητής δεν θα περιέλαβε μια τέτοια πρόταση στην έκθεση του. Η γενικότητα της διατύπωσης του θέματος θα έθετε μια τόσο συγκεκριμένη πρόταση εκτός θέματος. Έτσι ακριβώς αναπαράγεται η γενικόλογία.
Και τελικά γιατί να μας απασχολούν όλα αυτά; Η απάντηση είναι ότι η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε με σαφήνεια έχει ένα ευεργετικό αποτέλεσμα για τον ίδιο μας τον εαυτό. Αποκτούμε σταδιακά επίγνωση των πράξεων και των συναισθημάτων μας. Το ίδιο και η κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο. Αντιλαμβανόμαστε προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε και πώς θα το κάνουμε αυτό. Έχουμε όμως το θάρρος να αποδομήσουμε τις ασαφείς αντιλήψεις με τις οποίες βολευόμαστε και να βομβαρδίσουμε τον εαυτό μας με βασανιστικές ερωτήσεις ακόμη -και ιδίως- για εκείνα που θεωρούμε περισσότερα αυτονόητα; Ή μήπως τελικά η γενικότητα είναι η παραδείσια μακαριότητα εκείνων που χτίζουν την εικόνα τους πάνω σε ανούσιες εντυπώσεις; Ποιες είναι όμως αυτές οι ανούσιες εντυπώσεις; Θα επανέλθω.

Γιώργος Φράγκου