<< Επιστροφή
InterPares

Τεύχος 1
- Ιατρικό δίκαιο και δικαιώματα του ασθενούς



ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ

Η αλματώδης εξέλιξη στους τομείς της υγείας και του δικαίου και συνακόλουθα η θεσμοθέτηση και κατόπιν επεξεργασίας καταγραφή γενικώς παραδεδεγμένων αρχών ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς του προσωπικού των Υπηρεσιών Υγείας απέναντι στους χρήστες των υπηρεσιών αυτών αποτέλεσε εφαλτήριο για τη διαπραγμάτευση ορισμένων θεμάτων συναφών με έναν σχετικώς νέο κλάδο του δικαίου, το ιατρικό δίκαιο. Η αυξανόμενη διείσδυση της ιατρικής επιστήμης στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου που εξικνείται ως την δραστική παρέμβαση στο θεμελιωδέστερο έννομο αγαθό, τη ζωή, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, με ή χωρίς τη συναίνεση του παθόντος-ασθενούς, επισημαίνει την κρισιμότητα μιας ουσιαστικότερης και αυτοτελούς ενασχόλησης -ίσως και διδασκαλίας στις νομικές σχολές της χώρας- με το δίκαιο που προστατεύει τον άνθρωπο και περιορίζει κατά το δυνατόν την ασύδοτη δράση των ιατρών και των απασχολουμένων σε συναφή επαγγέλματα.


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τα πρώτα ψήγματα που αποτέλεσαν ένδειξη της έναρξης διαμόρφωσης του ιατρικού δικαίου ως τομέα που άρχισε να ενδιαφέρει περισσότερο εξειδικευμένα τους εθνικούς νομοθέτες εμφανίζονται στις Η.Π.Α., όπου ο διεθνής χώρος έγινε μάρτυρας εν πρώτοις ενός Κώδικα του 1973, του «Patient Βίll of Rights». Ακολουθεί στα 1974 στη Γαλλία ο Χάρτης των Δικαιωμάτων και των Υποχρεώσεων των Ασθενών, καθώς και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για τα δικαιώματα αυτά που υπήρξε απότοκος της ιδιαίτερης ενασχόλησης της Νοσοκομειακής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πιο πρόσφατο γεγονός αποτελεί η έκδοση της Διακήρυξης για την προαγωγή των δικαιωμάτων των ασθενών στην Ευρώπη από το Περιφερειακό Γραφείο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στο Άμστερνταμ το 1994. Το 1997 τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης καταρτίζουν και υπογράφουν τη σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της Βιολογίας και της Ιατρικής, μια σύμβαση που κυρώνεται από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 2619/1998. Σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής τα συμβαλλόμενα μέρη θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα κάθε ανθρώπου και η προστασία της ταυτότητας και της προσωπικότητας θα υπερισχύουν έναντι του κοινωνικού συμφέροντος ή της επιστήμης. Το ιατρικό δίκαιο είναι αυτό που αναμένεται να συστηματοποιήσει και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που συνδέονται με τον ευαίσθητο τομέα της υγείας από τη νομική τους πλευρά.


ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

Κατά τη διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου θέματος εκτιμάται η σκοπιμότητα της παράθεσης ενός πλαισίου θεμελιωδών δικαιωμάτων των ασθενών, των δικαιωμάτων δηλαδή των προσώπων για χάρη των οποίων κυρίως ο σύγχρονος νομοθέτης επιδόθηκε σε μια προσπάθεια έρευνας, προσέγγισης και συγκερασμού στοιχειών των δύο επιστημονικών κλάδων που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της σύγχρονης κοινωνίας.

Το κράτος πρόνοιας με κύριους εκφραστές στο επίπεδο αυτό το συνταγματικό και τον κοινό νομοθέτη, χωρίς να παροράται και η συμβολή της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων στη διαμόρφωση της κείμενης πραγματικότητας στον τομέα του ιατρικού δικαίου, φαίνεται να μεριμνά για την εξασφάλιση δικαιωμάτων στον ασθενή λόγω της θέσης του και πάντα σύμφωνα με την αρχή της εύνοιας προς τους «αδυνάμους». Με γενικές, όπως αυτή του άρθρου 21.παρ.3 Σ ότι «το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών.. .», αλλά και ειδικές διατάξεις νόμων ή νομοθετημάτων, όπως π.χ. το άρθρο 47 του ν. 2071/1972, το άρθρο 1 του ν.1397/1983, το ν. 2194/1994, το άρθρο 1 του ν. 2519/1997 ή ακόμη τα άρθρα 7- 15 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Β.Δ. 25/5-6/7/1955) εκδηλώνεται μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια της εθνικής αντιπροσωπείας να καλύψει το προϋπάρχον νομοθετικό κενό και να ανταποκριθεί στην απαίτηση επίλυσης καίριων προβλημάτων που είχαν ως βάση την ύπαρξη ενός κλίματος ανασφάλειας των ασθενών που έρχονταν αντιμέτωποι με το σύστημα υγείας.
Είναι αποδεκτό πως σήμερα πλέον ο ασθενής έχει αξίωση για μια αντιμετώπιση σύμφωνη με τις αρχές της νομιμότητας, της ισότητας, της πολιτικής ουδετερότητας, της αιτιολογίας των πράξεων που αφορούν τον ίδιο, του σεβασμού της προσωπικότητας, της τιμής, της σωματικής ακεραιότητας και βέβαια της προστασίας της ζωής του. Με άλλα λόγια, ο ασθενής έχει δικαίωμα σε μία συνολική στάση των γιατρών απέναντί του που θα εξασφαλίζει στον ίδιο την πεποίθηση ότι η υπόθεσή του θα εξεταστεί με την πρέπουσα σοβαρότητα και με την ευλαβική τήρηση του ιατρικού απορρήτου, όπως άλλωστε απορρέει και από τον όρκο του Ιπποκράτη (μολονότι ο ίδιος δεν έχει άμεσα δεσμευτικό νομικό περιεχόμενο).
Ειδικότερα ο ασθενής μπορεί να υπερασπίσει τα δικαιώματά του εγγράφως ή προφορικώς ή να καταθέσει ενστάσεις για πράξεις ή παραλείψεις των στελεχών υγείας. Καμία διάκριση δεν είναι επιτρεπτή λόγω οικονομικής κατάστασης, πολιτικών πεποιθήσεων, κοινωνικής θέσης ή φυλής, βαρύτητας νόσου ή προσωπικών αισθημάτων (άρθρο 7 Β.Δ. 25/5-6/7/2955). Ο χρηματισμός ωστόσο, με την «ευγενική χορηγία του φακέλου» , όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει την τήρηση μιας αμερόληπτης συμπεριφοράς, αλλά καθρεφτίζει τη διαφθορά στον τομέα της υγείας..
Ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις ασθενούς-στελέχους υγείας επιβάλλεται ο σεβασμός της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του πρώτου, ένα δικαίωμα η προσβολή του οποίου απασχολεί ουκ ολίγες φορές την κοινή γνώμη που πληροφορείται για ασέλγειες επί ναρκωμένων σωμάτων διάσημων προσωπικοτήτων από μέρους επίσης διακεκριμένων επιστημόνων της χειρουργικής ή ακόμη και παρενοχλήσεις κατά την εργασία στον ευαίσθητο κλάδο της γυναικολογίας, που έχουν ως στόχο την απαγορευμένη κατά τα άλλα ικανοποίηση «αθέμιτων συμφερόντων ή ανώμαλων ορέξεων ή παθών (8 Κωδ. lατρ. Δεοντ.).
Απόρροια του δικαιώματος σεβασμού της προσωπικότητας θα πρέπει να θεωρηθεί και το δικαίωμα συγκατάθεσης ή άρνησης υποβολής (όταν βέβαια η συναίνεση αυτή δεν αποκλείεται λόγω επείγοντος που καθιστά την ιατρική παρέμβαση αναγκαία) σε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη, το δικαίωμα αναγνώρισης των θρησκευτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων ή ακόμη και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής με τη μορφή τόσο της μη αποκάλυψης του ιατρικού απορρήτου όσο και της μη ανάμειξης σε οικογενειακές υποθέσεις των ασθενών.
Κρισιμότατο κρίνεται σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα για ειλικρινή, μη παραπλανητική και ακριβή ενημέρωση του ασθενούς για την κατάστασή του, καθώς και το δικαίωμα πληροφόρησης που εξασφαλίζεται πλέον με το νόμο 2519/1997 όπου προβλέπεται γραφείο επικοινωνίας με τον πολίτη σε κάθε νοσοκομείο, σύσταση αυτοτελούς υπηρεσίας προστασίας των δικαιωμάτων των ασθενών σε επίπεδο τμήματος, σύσταση ειδικής επιτροπής προάσπισης των δικαιωμάτων του πολίτη κατά νοσοκομείο, καθώς και επιτροπής ελέγχου με μέλη εκπροσώπους επαγγελματιών, κοινωνικών, συνδικαλιστών και επιστημονικών φορέων.
Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι πολύτιμη και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό, σύνεση, ευσυνειδησία και συναίσθηση της ευθύνης από την πλευρά των φορέων της υγείας.


ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΎΝΗ

Η αναγνώριση δικαιωμάτων στους ασθενείς δεν θα είχε νόημα αν δεν θεμελιωνόταν παράλληλα και η ευθύνη των ιατρών και των προσώπων που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της υγείας. Σήμερα, ύστερα από την απόρριψη θεωριών για την απόλυτη ή μερική έλλειψη ευθύνης είναι ευρέως αποδεκτή η άποψη πως οι ιατροί έχουν πλήρη ευθύνη για τις πράξεις τους, τόσο δηλ. γι' αυτές που ενήργησαν με δόλο ή βαριά αμέλεια, όσο και γι' αυτές που διέπραξαν με ελαφρά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Αστικές, πειθαρχικές αλλά και ποινικές κυρώσεις προβλέπονται για τα στελέχη της Υγείας που εργάζονται είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Αποζημίωση για πράξεις ή παραλείψεις στα πλαίσια του αστικού δικαίου οφείλεται είτε λόγω αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων είτε εξ αδικήματος. Στα πλαίσια της συμβατικής ευθύνης αναγνωρίζεται υποχρέωση του ιατρού για παροχή υπηρεσιών στον αντισυμβαλλόμενο-ασθενή του, καθώς και υποχρέωση μη διακοπής της θεραπείας χωρίς νόμιμη αιτία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διασαφηνιστεί πως η συμβατική ευθύνη του ιατρού δεν είναι ευθύνη εκ του αποτελέσματος, καθώς περιεχόμενο των υποχρεώσεών του είναι η προσπάθεια επίτευξης ενός θετικού αποτελέσματος και όχι τελικά η επίτευξή του. `Οσον αφορά την ευθύνη εξ αδικήματος, η προστασία του παθόντος στα πλαίσια του αστικού δικαίου θεμελιώνεται στο άρθρο 914 ΑΚ για ευθύνη λόγω αδικοπραξίας, καθώς και σε διατάξεις του Α.Ν. 1566/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» και του κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας από τις οποίες συνάγεται ότι για την ύπαρξη ευθύνης απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων (1) της βλάβης του ασθενούς με πράξη ή παράλειψη του ιατρού και (2) υπαιτιότητα του τελευταίου.
Πειθαρχικές κυρώσεις επιβάλλονται για παραπτώματα όπως η μεροληπτική συμπεριφορά, η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων, η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας με την αποκάλυψη ιατρικών απορρήτων, η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, η επιλεκτική διάθεση εξυπηρέτησης νεότερων υποθέσεων σε βάρος παλιότερων ή πολύ περισσότερο ο χρηματισμός από πρόσωπα για την επιμέλεια των υποθέσεών τους.
Ευθύνη, τέλος, για ποινικό αδίκημα υπέχουν οι ιατροί για την πρόκληση βλαβών στους ασθενείς με δόλο αλλά και από αμέλεια. Βέβαια ως προς το είδος κάποιων μορφών «εγκλημάτων» έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη προβληματική ενόψει του ότι συχνά τίθεται θέμα αποεγκληματοποίησης ή έστω ελάφρυνσης της ευθύνης του ιατρού σε περίπτωση που για τη συγκεκριμένη ενέργεια έχει προηγηθεί συγκατάθεση της αντίθετης πλευράς, του φορέα δηλαδή του εννόμου αγαθού που προσβάλλει ο ιατρός με τη συμπεριφορά του.


ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Η ιδιαιτερότητα ενός τέτοιου θέματος έγκειται σε όσα προαναφέρθηκαν αλλά και στην ιδιόμορφη κατάσταση του ασθενούς που ο ιατρός καλείται να αντιμετωπίσει. Πρόκειται για τη «σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας του ανιάτως πάσχοντος» (Α.Παπαδαμάκης) με τεχνητά μέσα. Δεδoμένoυ ότι το ζήτημα περιπλέκεται γύρω από το έννομο αγαθό της ζωής θέτοντας παράλληλα έντονο προβληματισμό σχετικά με την πιθανότητα καταχρηστικής άσκησης του λειτουργικού κατά πολλούς δικαιώματος για ζωή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς απόψεις τόσο υπέρ όσο και κατά της ευθανασίας. Οι πρώτες θέτουν ως προτεραιότητα το δικαίωμα για αυτοδιάθεση που αναγνωρίζεται σε κάθε άνθρωπο. Αναγνωρίζουν την σοβαρότητα της παθολογικής κατάστασης του ασθενούς και του παρέχουν το δικαίωμα επιλογής του δικού του δρόμου. Εξάλλου, προβάλλουν το πεσιμιστικό μεν, αλλά σίγουρα φιλοσοφικό ερώτημα: «τι αξία
έχει μία ζωή που δεν είναι άξια;» Οι. υποστηρικτές της αντίθετης άποψης κάνοντας μια θεώρηση του τρόπου αντιμετώπισης της ζωής ως υψίστου αγαθού που προστατεύεται από την έννομη τάξη προσεπικαλούνται το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αντίφαση μέσα στα πλαίσια της ίδιας έννομης τάξης με την νομιμοποίηση της ευθανασίας. Προσθέτουν επίσης το επιχείρημα του μη αναστρέψιμου της κατάστασης σε περίπτωση που μετά την αφαίρεση της ζωής υπάρξει πρόοδος στον τομέα της ιατρικής με την ανεύρεση θεραπείας της προηγουμένως ανίατης ασθένειας.
Είναι εμφανές πως το θέμα παραμένει πάντα ανοιχτό και επίκαιρο και θα ήταν ίσως υπερφίαλο να προβούμε σε μια διατύπωση προτάσεων ως προς το τι πρέπει να γίνει. Θεωρούμε ωστόσο ότι έχουμε τη δυνατότητα να μοιραστούμε τις σκέψεις μας ως προς το τι δεν πρέπει να γίνει. Έτσι, δεν θα πρέπει να υπάρξει μια θεολογική και ανορθολογική προσέγγιση του τύπου «Ο Θεός δίνει τη ζωή και μόνον αυτός έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει», ούτε βέβαια θα πρέπει να αναχθεί το θέμα δογματικά στην ιατρική δεοντολογία. Επιπλέον, κρίσιμη είναι η αποφυγή μιας άκαμπτης νομοθετικής ρύθμισης που δεν θα λαμβάνει υπόψη της τις κοινωνικές συνθήκες, καθώς και τις εξειδικευμένες περιπτώσεις. Κατά τη γνώμη μας επιβάλλεται μια ad hoc προσέγγιση του περιστατικού που κάθε φορά οι γιατροί θα καλούνται να αντιμετωπίσουν και προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να συνεισφέρει η θεσμοθέτηση μιας μεικτής επιτροπής από δικαστές και ιατρούς, σι οποίοι θα κρίνουν περιπτώσεις ευθανασίας. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η συγκρότηση ενός δημόσιου forum από εκπροσώπους του ιατρικού και νομικού χώρου και του χώρου της κοινωνιολογίας για την έναρξη ενός δημόσιου διαλόγου για τι θέμα της ευθανασίας και τη νομική προετοιμασία για τη μελλοντική ρύθμισή του.

Κηπουρού Αικατερίνη
Μπούτας Απόστολος