<< Επιστροφή
InterPares

Τεύχος 1
- Ευρωπαϊκή Ένωση: προβλήματα και προοπτικές


Ευρωπαϊκή Ένωση: προβλήματα και προοπτικές

Η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης είναι αρκετά παλαιά. Μπορούμε να ανατρέξουμε ενδεικτικά σε κείμενα του Καντ και του Ουγκώ για να διαπιστώσουμε την ύπαρξη προτάσεων που αφορούσαν την συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κράτους. Η κοινοτική οικοδόμηση της Ευρώπης, όπως τη βιώνουμε σήμερα, άρχισε μεταπολεμικά με κύριους εμπνευστές τον Ζαν Μονέ και τον Ρομπέρ Σουμάν. Την επαύριο της περίφημης Διακήρυξης Σουμάν, που πήρε το όνομά της από τον τότε Γάλλο Υπουργό των Εξωτερικών, στα 1950, η Γαλλία και η Γερμανία συμφώνησαν και με τη σύμπραξη μετέπειτα του Βελγίου, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών και του Λουξεμβούργου προχώρησαν στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Στις 18 Απριλίου 1951 υπογράφηκε στο Παρίσι η σχετική συνθήκη. Το 1957 στη Ρώμη αποφασίστηκε η διεύρυνση της συνεργασίας. Ιδρύθηκαν με τις αντίστοιχες συνθήκες η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ). Κύριο στοιχείο που χαρακτήριζε το όλο εγχείρημα εξ αρχής ήταν η λογική ενός «λειτουργικού ομοσπονδισμού». Τα συμμετέχοντα κράτη, δηλαδή, θα λάμβαναν κατ' αρχήν μέρος σε μία περιορισμένης μορφής οικονομική συνεργασία με απώτερο στόχο τη δημιουργία μίας δυναμικής που θα απέβλεπε στην οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Κρίνοντας πια με μία σχετική ιστορική ασφάλεια που προσφέρει ο χρόνος που έχει περάσει από τότε, μπορούμε να πούμε ότι η λογική αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό δικαιωθεί. Η ευρωπαϊκή ιδέα αποτέλεσε μεταπολεμικά πέρα από μία εστία συσπείρωσης των χωρών της δυτικής Ευρώπης έναντι του ανατολικού συνασπισμού, έναν από τους κύριους παράγοντες εμπέδωσης της ευημερίας και της ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Και παρά τις πολλές οπισθοδρομήσεις, η πορεία της χαρακτηρίστηκε από ανατρεπτικές εμπνεύσεις. Σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα απόλυτο επίπεδο νομισματικής ένωσης, σε ένα εξαιρετικά βαθύ επίπεδο οικονομικής ένωσης, ενώ σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν αποφασιστικά την καθημερινή μας ζωή λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο. Τον τελευταίο μάλιστα μήνα άρχισε τις εργασίες της η Συντακτική Συνέλευση της Ευρώπης, η οποία θα επεξεργαστεί τις προοπτικές για την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος το οποίο θα κατοχυρώνει σε κοινοτικό επίπεδο τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά καταγράφονται ιστορικά στα εθνικά συντάγματα αλλά και στις αντίστοιχες διεθνείς συμβάσεις. Αναμφισβήτητα όμως η δημιουργία ευρωπαϊκού Συντάγματος θα έχει έναν βαθύτατο συμβολικό χαρακτήρα. Κατά πανηγυρικό τρόπο θα αποτελέσει τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της ευρωπαϊκής πολιτείας.
Ως πρόπλασμα ευρωπαϊκού Συντάγματος μπορεί να θεωρηθεί ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης αποτελεί την κατάληξη μίας προσπάθειας να αποκτήσει το κοινοτικό δίκαιο γραπτό κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερα στα 54 άρθρα του Χάρτη κατανεμημένα σε 7 επιμέρους Κεφάλαια, διαπιστώνει κανείς μία συστηματική προσπάθεια διατύπωσης των αρχών και των εγγυήσεων που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης αλλά και κατοχύρωσης μίας συλλογικής αντίληψης αξιών και αρχών που ως πηγή τους έχουν τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Θεωρείται βέβαιο ότι ένα κοινό σύστημα θεμελιωδών δικαιωμάτων που εμπνέει τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζεται άμεσα από τους πολίτες, θα συντελέσει στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συνείδησης καθώς το ισχύον σύστημα παραπομπής στη Συνθήκη καθιστά δυσνόητα για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Ορατό είναι εξάλλου και το κενό που αφήνει η έλλειψη κωδικοποίησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, την ιδιότητα δηλαδή του «πολίτη της Ένωσης» που θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συστατικό στοιχείο αυτής αποτελεί το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών ακόμα κι αν είναι οικονομικά ανενεργός σύμφωνα με το Αρθ. 181 ΣΕΚ αλλά και το αντίστοιχο Αρθ. 46 του Χάρτη. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια εξειδικεύεται περαιτέρω στο δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε οποιαδήποτε από τις χώρες της Ένωσης στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, στο δικαίωμα της χρηστής διοίκησης από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στο δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως λειτουργεί σήμερα εμφανίζεται να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των κοινωνιών. Αν όμως θέλουμε πράγματι να εμβαθύνουμε το ευρωπαϊκό εγχείρημα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την άμεση ανάγκη των πολιτών να νιώθουν ασφαλείς και προστατευμένοι από πάσης φύσεως πιθανές αυθαιρεσίες των κοινοτικών οργάνων. Το αφηρημένο της έννοιας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, λογικό είναι να δημιουργεί από μόνο του μία εκκρεμότητα. Είναι κάτι το οποίο η δεδομένη πολυμορφία και ανομοιογένεια της Ένωσης ενισχύει σημαντικά. Εν όψει της διαρκώς στενότερης σύνδεσης των κρατών μελών, η διευκρίνιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών και η από μέρους τους ολοκληρωμένη γνώση αυτών κρίνεται απολύτως αναγκαία. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποτελεί λοιπόν την πρώτη προσπάθεια της Ένωσης των 15 να καταγράψουν ρητά τα θεμελιώδη δικαιώματα και να δεσμευτούν σε κοινοτικό πλέον επίπεδο για τον σεβασμό τους. Παρόλο όμως που υιοθετήθηκε πανηγυρικά από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη Νίκαια τον Δεκέμβριο του 2000, δεν είναι νομικά δεσμευτικός. Έτσι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνεχίζει να ελέγχει τις κοινοτικές πράξεις και να επιλαμβάνεται γενικότερα των κοινοτικών υποθέσεων με βάση τον νομολογιακό κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων που το ίδιο έχει καταρτίσει.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κατοχύρωση και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί τον τροφοδότη της δημοκρατικής εξέλιξης των κοινωνιών. Ωστόσο το δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της Ένωσης θα συνεχίσει να απαξιώνει την θεσμική της εμβέλεια, ακόμη και αν ο Χάρτης αποκτήσει στο μέλλον νομική δεσμευτικότητα. Ενώ το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να προχωρά καταλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερα πεδία όπως η δικαιοσύνη και οι εσωτερικές υποθέσεις που λίγο παλαιότερα ήταν αδιαπραγμάτευτα για το εθνικό κράτος, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παρατηρεί με μία πρόδηλη αμηχανία και ίσως δυσφορία αυτές τις εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ευρωπαϊκές εκλογές του 1999 παρατηρήθηκε το φαινόμενο περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους να μην προσέλθουν στις κάλπες. Εντείνεται συνεχώς η αίσθηση ότι οι κοινωνίες έχουν παραμεριστεί στη διαδικασία οικοδόμησης της Ευρώπης και ότι η Ένωση κατευθύνεται από τεχνοκράτες που αποφασίζουν για τους πολίτες ερήμην των πολιτών. Ενισχύεται επίσης η εκτίμηση ότι το όραμα για μία Ευρώπη μεγάλη, ενιαία, πολυσυλλεκτική και δημοκρατική βρίσκεται σε υποχώρηση στη συνείδηση των πολιτών.
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και οι προτάσεις για το θεσμικό σχήμα με το οποίο πρέπει κάτι τέτοιο να επιχειρηθεί. Οι λόγοι που επιτάσσουν το πολιτικό αυτό άλμα είναι πολλοί. Κατ' αρχήν η ενίσχυση των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει συνοδευτεί από αντίστοιχες κινήσεις που θα ενίσχυαν τον δημοκρατικό της χαρακτήρα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να εκδίδονται κοινοτικές πράξεις, οι οποίες σημειωτέον δεν μπορούν να ανασταλούν από κανένα εθνικό όργανο, και η κοινή γνώμη να ενημερώνεται κατόπιν εορτής όταν αυτές ήδη εφαρμόζονται. Δεν ακούστηκε ποτέ να απεργούν τα συνδικάτα ή να αντιδρούν ομάδες πολιτών στην έκδοση κάποιας κοινοτικής οδηγίας. Επίσης εδώ και τρία χρόνια η νομισματική πολιτική των 12 χωρών της Ευρωζώνης ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία δεν ελέγχεται από κάποιο αντίστοιχο πολιτικό όργανο. Έχουμε ένα νόμισμα και μία τράπεζα αλλά δεν έχουμε αντίστοιχους θεσμούς ελέγχου από το ευρωπαϊκό πολιτικό σώμα. Η επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα σημάνει μεσοπρόθεσμα την ένταξη 12 νέων χωρών. Το σημερινό μοντέλο λειτουργίας είναι προφανές ότι θα καταστεί εξαιρετικά χρονοβόρο και αναποτελεσματικό όταν η Ένωση θα περιλαμβάνει 27 χώρες. Είναι επιτακτική ανάγκη η μεταρρύθμιση των λειτουργιών της και είναι ευκαιρία το τελευταίο να συνδυαστεί με ένα άνοιγμα των θεσμών στην κοινωνία.
Έχει αρχίσει να γίνεται συνείδηση ότι πρέπει να ενισχυθούν οι δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν θεσμοί που θα αντλούν άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση και θα εκφράζουν τις πολιτικές και κοινωνικές τάσεις του ευρωπαϊκού πολιτικού σώματος. Στον ζωηρό διάλογο που έχει ανοίξει τα τρία τελευταία χρόνια για το μέλλον της Ευρώπης κατατίθενται πολλές προτάσεις. Μερικές από αυτές υιοθετούν το ομοσπονδιακό μοντέλο ως όχημα για την θεσμική μετεξέλιξη και την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Άλλες προτείνουν ως λύση το διακυβερνητικό μοντέλο συνύπαρξης. Πολλές χώρες επίσης προτείνουν τον συνδυασμό του ομοσπονδιακού μοντέλου με στοιχεία του σημερινού κοινοτικού μοντέλου. Όπως είναι φυσικό σε μία τέτοια διαδικασία συνδιαμόρφωσης συγκρούονται εθνικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Αυτό που οι Ευρωπαίοι πολίτες επιθυμούν είναι να μετέχουν ενεργά σε αυτό το διάλογο που αφορά άμεσα το μέλλον των κοινωνιών τους. Αντιλαμβάνονται ότι μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες όλοι μαζί μπορούνε καλύτερα. Κατανοούν ότι η ευρωπαϊκή ιδέα δεν αλέθει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες αλλά τις θωρακίζει. Στηρίζουν το όραμα της ευρωπαϊκής πολιτείας και διεκδικούν την Ευρώπη των πολιτών.

Σωτήρης Ράπτης
Αφροδίτη Νέστορα