<< Επιστροφή
InterPares

Τεύχος 1
- Εκσυγχρονισμός και μετανεωτερικότητα


Εκσυγχρονισμός και μετανεωτερικότητα

Ο Βασίλι Καντίνσκι δημοσίευσε στα 1927 ένα αξιοπερίεργο δοκίμιο με τον τίτλο «και». Με δύο λέξεις ο γνωστός ζωγράφος χαρακτήριζε τον 19ο αιώνα ως την εποχή του «είτε - είτε», ενώ τον 20ο τον συνέδεε με την κουλτούρα του «και». Σταχυολογώντας τα καίρια στοιχεία κάθε εποχής, έκανε λόγο για τον 19ο αιώνα του διαχωρισμού, της εξειδίκευσης, της επιδίωξης της σαφήνειας και της δυνατότητας στάθμισης του κόσμου. Όσο για τον 20ο αιώνα, αναφέρθηκε στην παράθεση, την πολλαπλότητα, την αβεβαιότητα, την σύνθεση και την αμφισημία. Επιχειρώντας ένα χρονικό άλμα στην εποχή μας, διαπιστώνουμε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε που βιώνουμε σήμερα τις τεράστιες αλλαγές που με οξυδέρκεια περιέγραψε πριν από 75 χρόνια ο Καντίνσκι στο κείμενο του και συνδέονται άρρηκτα με την επικράτηση της κουλτούρας του «και», την ίδια στιγμή που τα διχοτομικά και απόλυτα «είτε - είτε» βρίσκονται σε άτακτη υποχώρηση.
Συγκεκριμενοποιώντας τα στοιχεία που σηματοδοτούν την επικράτηση της κουλτούρας της πολλαπλότητας και της αποσυσπείρωσης στην εποχή μας, πρέπει κατ' αρχήν να σημειωθεί η μεγάλη νίκη του μοντέλου πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης της νεωτερικότητας. Η πτώση μάλιστα του τείχους με όλες τις ιστορικές και ιδεολογικές συμφορτίσεις που αυτό έφερε, αναδεικνύει και σε σημειολογικό επίπεδο αυτή την επιτυχία. Εφεξής παρατηρούμε την ραγδαία διεθνοποίηση των αγορών, την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, την άρση των δασμών και την περαιτέρω πύκνωση των οικονομικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών. Όλα τα παραπάνω συντελούνται με τόσο μεγάλη ευκολία ακριβώς επειδή δεν υπάρχει το αντίρροπο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά και γεωπολιτικά.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής της νεωτερικότητας ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου να υποτάξει τη φύση. Στόχευε, δηλαδή, στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων που προέρχονταν από τα φυσικά φαινόμενα. Στην πορεία, βέβαια, διαπιστώνεται ότι η ίδια η διαδικασία του εξορθολογισμού δημιουργεί νέες διακινδυνεύσεις. Μέσα από τη διαδικασία της συνεχούς προόδου των τεχνικών μέσων και της αέναης οικονομικής ανάπτυξης αναδείχθηκαν καινούργια προβλήματα. Είναι χαρακτηριστική η τεράστια καταστροφή των φυσικών πόρων που συντελείται στον πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα ο διατροφικός κίνδυνος δηλώνει ολοένα και περισσότερο παρών στην καθημερινότητά μας. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με προβλήματα που μας αναγκάζουν να σκεφτούμε πέρα από απόλυτες διχοτομίες, γιατί ακριβώς η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει μέσα από τους τύπους της αποσπασματικής διαίρεσης. Η μεγάλη διασπορά των πυρηνικών κεφαλών και η συνέχιση της λειτουργίας επικίνδυνων πυρηνικών εργοστασίων στις φτωχές χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι κάτι το οποίο δεν αφορά μία μονάχα κοινωνική τάξη, ένα μόνο κράτος, μία συγκεκριμένη περιοχή. Αντίστοιχα δεν μπορεί μία κοινωνική τάξη ή ένα μόνο κράτος να δώσει λύση σε τέτοιου είδους προβλήματα. Η διεθνοποίηση των προβλημάτων απαιτεί την ευρύτερη δυνατή συνεργασία για την επίλυσή τους.
Στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου ο εκσυγχρονισμός είναι εκείνος ο οποίος καταλύει την παραδοσιακή κοινωνική διάταξη της αγροτικής οικονομίας, των δεισιδαιμονιών και της πίστης σε απατηλά σχήματα με φιλοσοφικό όχημα τον ορθολογισμό. Ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός όμως έχει φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης που υπονομεύει ο ίδιος τον εαυτό του παγιώνοντας την ίδια την κουλτούρα της καινοτομίας σε παράδοση. Η επικράτηση του πολιτικού μοντέλου του εκσυγχρονισμού σε συνδυασμό με την διεθνοποίηση της οικονομίας αλλά αντίστοιχα και των προβλημάτων, οδηγούν σε αναδιαμόρφωση και την εσωτερική πολιτική τάξη. Κατ' αρχήν πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι εξέλιπε η αντίθεση Ανατολής - Δύσης που επέτρεπε να τιθασεύονται οι εσωτερικές αντιθέσεις. Το γεγονός αυτό έχει πολυεπίπεδες επιδράσεις τόσο στο επίσημο πολιτικό οικοδόμημα όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πολιτική δραστηριοποίηση οι διάφορες κοινωνικές δυνάμεις. Παρά το γεγονός ότι σε πρώτο χρόνο η πολιτική φαίνεται παντελώς απαξιωμένη στην κοινωνική συνείδηση, κατ' ουσία έχουμε μία επαναστατική επιστροφή της ουσιαστικής πολιτικής. Τα περιθώρια κρίσης, επανακαθορισμού και πολιτικής δράσης διευρύνονται θεαματικά. Η απόλυτη στοίχιση, οι σταθεροί ρόλοι και αντιρόλοι, οι κινήσεις και αντικινήσεις είναι φαινόμενα που έχουν περιοριστεί σημαντικά στη σύγχρονη εποχή. Στην εποχή της νεωτερικότητας και ιδιαίτερα στη φάση του ψυχρού πολέμου όλες οι κινήσεις όφειλαν να εντάσσονται σε έναν κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό. Η κουλτούρα της συσπείρωσης διαχεόταν σε όλες τις επιλογές του ατόμου, είτε αυτές είχαν να κάνουν με την κοινωνική διαπαιδαγώγηση και τον οικογενειακό προγραμματισμό, είτε με την πολιτική δράση και την εκλογική συμπεριφορά. Όλοι γνώριζαν τι μπορούσαν να κάνουν, τι επιτρεπόταν, από ποια πλευρά και μέχρι τίνος σημείου. Μετά την κατάρρευση του διπολισμού όμως, ο κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματα που ελάνθαναν και με τα νέα που δημιουργούνται.
Πέρα βέβαια από την εξάλειψη της σφοδρής αυτής αντίθεσης, η αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος και η θεαματική ενεργοποίηση του πολιτικού υποσυστήματος έχει να κάνει με την αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής ανάπτυξης όπως και της επίλυσης των προβλημάτων. Αυτό που παρατηρείται είναι η θεσμική αδυναμία της πολιτικής να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα που γεννιούνται και αναπαράγονται. Τα ρίσκα και η αβεβαιότητα που αυτά συνεπάγονται, αυξάνονται όσο δεν υπάρχουν μηχανισμοί πολιτικής διαχείρισης της ανάπτυξης. Το ζητούμενο είναι να επαναφέρουμε τα κοινωνικά προβλήματα στην κονίστρα της πολιτικής διαπραγμάτευσης αντικρούοντας την αντίληψη περί τεχνικής αντιμετώπισης των κοινωνικών φαινομένων. Ένα σύμπτωμα της εποχής μας είναι η αδυναμία της κοινωνίας να ελέγξει δημοκρατικά την οικονομική ανάπτυξη και τη χρήση της τεχνολογίας. Είναι χαρακτηριστική η αναντιστοιχία ανάμεσα στο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας και σε εκείνο του θεσμικού συστήματος. Η πολιτική πρακτική έχει αποξενωθεί από την πραγματική ζωή και τα πραγματικά προβλήματα. Οι ρυθμοί διεθνοποίησης των αγορών και της οικονομίας μειώνουν αργά αλλά σταθερά την δυνατότητα παρέμβασης του θεσμικού συστήματος. Ο εγκλωβισμός πάντως του πολιτικού συστήματος στα παρωχημένα θεσμικά όρια της νεωτερικότητας σηματοδοτεί μέσα από ένα αντιφατικό εν πρώτοις σχήμα ακριβώς την επιτυχία αυτών των θεσμών μέχρι τα τώρα. Αυτή ακριβώς η επιτυχία και η πρόοδος σε κοινωνικό, οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο είναι που αξιώνει τη μεταρρύθμιση της μεταρρύθμισης.
Από την άλλη τον χώρο των κοινωνικών αιτημάτων δεν καταλαμβάνει πια αποκλειστικά η απαίτηση για δικαιότερη κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης αποτελεί επίσης ο κοινωνικός επιμερισμός των διακινδυνεύσεων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κοινωνία καθώς και ο τρόπος που επιδιώκει να διαχειριστεί τις συνέπειές τους. Είναι βέβαια αμφισβητήσιμο κατά πόσο το αίτημα της δίκαιης κατανομής των αγαθών και αντίστοιχα του ρίσκου αποτελούν αναντίστοιχα μεγέθη. Και αυτό διότι οι μηχανισμοί κατανομής των αγαθών κατανέμουν ταυτόχρονα, με έμμεσο τρόπο, και τις διακινδυνεύσεις. Εν πολλοίς το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί της νεωτερικότητας δεν προσφέρονται ούτε καν ως μηχανισμοί κατανομής του κοινωνικού πλούτου στη σύγχρονη εποχή. Η σχέση, λοιπόν, των αγαθών με τα ρίσκα είναι σε ένα βαθμό και σχέση επικαθορισμού. Είναι σαφές ότι οι κοινωνικές ομάδες που έχουνε μικρότερο μέρισμα στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου είναι αυτές που αντιμετωπίζουν περισσότερο το στοιχείο της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Θα ήταν βέβαια εξαιρετικά απλουστευτικό να διασπάσει κανείς το κοινωνικό σώμα σε ερμητικά διαχωρισμένες ομάδες λέγοντας ότι από μια πλευρά βρίσκονται αυτοί που νέμονται τα αγαθά κλεισμένοι στον πύργο της ασφάλειας, της σταθερότητας και της σαφήνειας και από την άλλη βρίσκονται οι πληβείοι οι οποίοι δοκιμάζονται από τα απόνερα μία μεγάλης αλλαγής που θέτει σε αμφισβήτηση όλα όσα μέχρι σήμερα θεωρούνταν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αιώνιες κατασκευές.
Βασικό γνώρισμα της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν η μικρή οικογένεια, ο στενός καταμερισμός ανάμεσα στα δύο φύλα και οι αυστηρά προσδιορισμένες κοινωνικές ομάδες. Όλα αυτά τροφοδότησαν την οικοδόμηση και των πολιτικών θεσμών της αντίστοιχης εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη θέση των στεγανοποιημένων κοινωνικών τάξεων που παρήγαγαν αντίστοιχα πρότυπα κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, έχουμε σήμερα διάφορες μορφές εξατομίκευσης με ταυτόχρονη όξυνση της κοινωνικής ανισότητας. Από την άλλη, ο ρόλος της γυναίκας αποκτά νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά με την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στον καταμερισμό εργασίας. Όταν η ανεργία καλπάζει ευθύνονται οι άλλοι, οι ξένοι, οι αλλόθρησκοι που με δόλια μέσα κλέβουν τις δουλειές μας. Όταν έρχεται στην επιφάνεια το συγκρουσιακό υλικό της ισχύος και η όαση της ιδιωτικής ζωής μετατρέπεται σε πεδίο ανταγωνισμών, ευθύνονται σκοτεινές συνωμοσίες που έχουν επί σκοπώ την εξόντωση της ανύπαρκτης εθνικής και πολιτισμικής μοναδικότητάς μας. Όσο, όμως, τα κοινωνικά δεδομένα της σύγχρονης εποχής διαφοροποιούνται και εξελίσσονται τόσο και οι θεσμοί αυτοί θα λειτουργούν σε ξένο περιβάλλον και θα κινδυνεύουν να μετατραπούν σε ιππείς χωρίς άλογο. Επομένως πρέπει άμεσα να επανακαθοριστεί η δομή και η λειτουργία τους.
Το ζητούμενο είναι λοιπόν η αναδόμηση του συστήματος διακυβέρνησης και η αυτοδιάλυση της κυβέρνησης προς τα κάτω και προς τα πάνω. Το εθνικό κράτος αποδεικνύεται πολύ μικρό για τα μεγάλα και πολύ μεγάλο για τα μικρά. Από την μία μεριά πρέπει να ενισχυθεί η τοπική αυτοδιοίκηση ως η σύγχρονη μορφή της εκκλησίας του δήμου με την εδραίωση αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα πολιτικών λειτουργιών και με το άνοιγμα των θεσμών στις ομάδες πολιτών που σχηματοποιούν αργά αλλά σταθερά την κοινωνία των πολιτών. Από την άλλη, είναι επιτακτική η ανάγκη για εκχώρηση εθνικών λειτουργιών σε υπερεθνικώς δρώντα υποκείμενα. Στην τελευταία περίπτωση, παρότι, είναι ακόμη εξαιρετικά θολό το τοπίο η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να επιταχύνει τον βηματισμό της με την έναρξη των εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης αυτές τις ημέρες. Βασικό θεσμικό στοιχείο πάντως του πολιτικού συστήματος παραμένουν οι κομματικοί σχηματισμοί. Το ζητούμενο στην περίπτωση αυτή είναι η μετατροπή τους από αρτηριοσκληρωτικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, σε fora πολιτικής αναζήτησης. Για να παραμείνουν φορείς κοινωνικής και πολιτικής έκφρασης πρέπει να ανοίξουν τις λειτουργίες τους και να ανοιχτούν στους πολίτες λειτουργώντας ως κύτταρα πολιτικής συνδιαμόρφωσης. Δεν θα πρόκειται βέβαια για άνευρες πολιτικές ενώσεις αλλά για σχηματισμούς πολιτικής συσπείρωσης με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές αντιθέσεις. Οι πολίτες επιθυμούν οι θεσμοί να υπηρετούν τα συμφέροντα των κοινωνιών. Αντιλαμβάνονται ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι αυτές που μπορούν να κατοχυρώσουν το συλλογικό δικαίωμα στο μέλλον. Απαιτούν έναν καλύτερο κόσμο, τον αξίζουν και τον διεκδικούν.

Σωτήρης Ράπτης