Γράμμα στο Τζωρτζ Μούρ προς υπεράσπισιν της ανωνυμίας, Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο


Δεν ξέρω γιατί γράφουμε, αγαπητέ Τζωρτζ.
Και φορές αναρωτιέμαι γιατί αργότερα
δημοσιεύουμε το γραπτό. Σαν να λέμε ρίχνουμε
μια μποτίλια στη θάλασσα, τη μπουχτισμένη, και γεμάτη
από σκουπίδια και μποτίλιες με μηνύματα.
Πότε δε θα μάθουμε
σε ποιόν ή προς τα πού θα τις πάνε οι παλίρροιες.
Το πιο πιθανό
είναι να υποκύψουν στην τρικυμία και την άβυσσο.
Όμως δεν είναι τόσο άχρηστος ο μορφασμός αυτός του ναυαγού.
Γιατί μια Κυριακή
εσείς με καλείτε από το Έστες Παρκ, Κολοράδο,
μου λέτε πως διαβάσατε ό, τι είναι στη μποτίλια
(δια μέσου θαλασσών:οι δυο μας γλώσσες)
και θέλετε να μου πάρετε μια συνέντευξη.
Μετά λαμβάνω ένα τηλεγράφημα τεράστιο
(που θα σας κόστισε για να το στείλετε).
Αντί για απάντηση ή να το αφήσω στη σιωπἠ
μου προέκυψαν αυτοί οι στίχοι. Δεν είναι ποίημα,
δεν ελπίζει το προνόμιο της ποίησης
(δεν είναι επί τούτου)
Θα χρησιμοποιήσω, έτσι το κάνανε οι παλαιοί,
το στίχο ως όργανο γι όλα εκείνα
(διήγημα, επιστολή, δράμα, ιστορία, αγροτικό εγχειρίδιο)
που σήμερα τα λέμε σε πεζό.
Για ν’ αρχίσω να μη σας απαντώ
δεν έχω να προσθέσω τίποτα σ’αυτό που είναι στα ποιήματά μου,
αφήνω σε άλλους το σχολιασμό, δε με ανησυχεί
(αν έχω κάποια) η θέση μου στην ιστορία.
(Αργά ή γρήγορα όλους μας περιμένει το ναυάγιο.)
Γράφω κι αυτό είναι όλο. Γράφω: δίνω το μισό του ποιήματος.
Η ποίηση δεν είναι μαύρα σημάδια στο λευκό χαρτί.
Ποίηση ονομάζω αυτό τον τόπο της συνάντησης
με την ξένη εμπειρία. Ο αναγνώστης, αναγνώστρια
θα κάνουν ή όχι ποίημα αυτό που μόλις έχω σχεδιάσει.
Δεν διαβάζουμε τους άλλους: διαβαζόμαστε σ’αυτούς.
Μου φαίνεται ένα θαύμα
πως κάποιος άγνωστος μπορεί να ιδωθεί μες στον καθρέφτη μου.
Αν υπάρχει μια αξία σ’αυτό –είπε ο Πεσσόα–
αφορά στους στίχους, όχι στο συγγραφέα των στίχων.
Αν από σύμπτωση είναι μεγάλος ποιητής
θ’αφήσει τέσσερα ή πέντε ποιήματα ν’ αξίζουν
πλαισιωμένα από αποτυχίες και πρόχειρα.
Οι προσωπικές του γνώμες
είναι στ’ αλήθεια πολύ λίγο ενδιαφέρουσες.
Παράξενος κόσμος ο δικός μας: κάθε μέρα
τον ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο οι ποιητές,
κι η ποίηση όλο και λιγότερο.
Ο ποιητής έπαψε να ‘ναι η φωνή της φυλής
εκείνος που μιλάει γι αυτούς που δε μιλούν.
Έχει γίνει κάτι σαν άλλος διασκεδαστής.
Τα μεθύσια του, οι συνουσίες του, η κλινική ιστορία του,
οι συμμαχίες του ή οι εχθρότητες του με τους άλλους παλιάτσους του τσίρκου,
έχουνε σίγουρο το ευρύ κοινό
που πια δεν έχει ανάγκη να διαβάζει ποιήματα.
Συνεχίζω να σκέφτομαι
πως είναι άλλο πράγμα η ποίηση:
μια μορφή έρωτα που υπάρχει μόνο στη σιωπή
σ’ένα συμβόλαιο μυστικό ανάμεσα σε πρόσωπα,
δυό αγνώστων σχεδόν πάντα.
Ίσως διαβάσατε εσείς πως ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
σκέφτηκε πριν από πολύ καιρό να εκδώσει ένα περιοδικό.
Θα λεγόταν “Ανωνυμία”
Θα δημοσίευε όχι υπογραφές αλλά ποιήματα,
θα είχε να κάνει με ποιήματα, όχι με ποιητές.
Θα ήθελα όπως ο δάσκαλος ο Ισπανός
η ποίηση να ήταν ανώνυμη μιας και είναι συλλογική
(σ΄ αυτό τείνουν οι στίχοι μου και οι εκδοχές μου)
Πιθανότατα εσείς θα με δικαιολογήσετε.
Εσείς που με διαβάσατε και δε με γνωρίζετε.
Δεν θα ιδωθούμε ποτέ μα είμαστε φίλοι.
Αν σας άρεσαν οι στίχοι μου
τι σημασία έχει αν είναι δικοί μου /άλλου / κανενός.
Στην πραγματικότητα τα ποιήματα που διαβάσατε είναι δικά σας:
Κι εσείς, ο συγγραφέας τους, που τα ανακαλύπτετε διαβάζοντάς τα.

Μετάφραση:  Βασίλης Λαλιώτης

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού