κaraoke club, του Βασίλη Πολύζου

όνειρο πρώτο

αυτές είναι μέρες

βαδίζω πάνω στα γαλανά νερά

και δε βουλιάζω

η θάλασσα με κρατάει

χωρίς κόπο στην παλάμη της

παίζοντας τον αφρό

pianissimo

στα βλέφαρά μου

ήσυχα που ανασαίνει η Κλεοπάτρα

η κλίνη της ευωδιαστός κέδρος του Λιβάνου

τα σεντόνια της κεντημένοι κρίνοι

επιθαλάμια μιξολύδια

ωριμάζουν στη σκοτεινιά της

πολλά τα έτη της Αυγούστης

γενεές γενεών τη βάδισαν

ντυμένες βύσσο και πορφύρα

η επιθυμία της κεχρυσωμένη εν χρυσίω

και λίθω τιμίω

η επιθυμία της ιδρωμένο χόρτο

κιννάμωμον

θυμίαμα αρωμάτων

τι ωφελήσει με

εάν κερδίσω την ψυχή μου

και απολέσω τον καλπασμό των κυμάτων της;

ich reite so spät

μια νύχτα μόνο μου χάρισε

η Κίρκη στο Graben

ένα υστερόγραφο φεγγαριού

στην έρημη φωλιά της αλεπούς

χαμόγελο ολοκόκκινο

πίσω από το ριπίδι των δαχτύλων

στη μέση της σφιχτό ένα ασημένιο φίδι

σαν βγήκαμε απ’ το Café Hawelka

θα φτάσει είπε το σώμα σου

στο

δέλτα

της κοιλάδας μου

όρθιος

κύκνος

κι ύστερα με το λαιμό του τσακισμένο

θα τον σφουγγίσω με τους πλοκάμους μου

θα σου αποδώσω νεκρικές τιμές

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού