Ακίνητο Ταξείδι ένα

shodo
Τη νύχτα πριν ξεκινήσω είδα δυο χείλη να πίνουν νερό φιλώντας ένα κεφάλι μαρμάρινο λιονταριού. Και στο Σπήλι να έρθεις, έλεγε, αλλά χρόνια πριν να ταξιδέψεις ίσαμε μια φωτογραφία. Η ανάγνωση του βιβλίου του Μπασό με εμπόδιζε, αλλά η φράση του να πάρεις τα δικά σου βήματα κι όχι των δασκάλων έφερνε πάλι τον ενθουσιασμό. Σηκώθηκα και πήρα το δρόμο… κοίταξα πίσω και δεν ήξερα πια να γράφω. Εκεί που νόμιζα ένα σπίτι άλλοι έγραφαν κι έλαμπαν. Όλοι μου οι δρόμοι είχαν γίνει αυτός ο ένας προς τα μπρος κι ένας φόβος… υποσχέθηκα ένα ταξείδι στο να ξαναρχίσω να γράφω και δεν έχω. Πρώτη επίσκεψη και το σπίτι ήταν πλίθινο, λάσπη και άχυρο η πλήθα και στον τοίχο κρεμασμένο ένα δρεπάνι. Είχα δει άνθρωπο να αγκαλιάζει τα στάχυα σαν κορμί και να τα κόβει χρατς με το ψάθινο σκιάδι του. Και τεντζερέδες χάλκινοι με το καλάι παλιωμένο και οξείδωση σαν χάλκινο άγαλμα, δηλητήριο να φας εκειμέσα και δίπλα το καντάρι, τα χάμουρα, ο πάγκος, το κλαδευτήρι, το κασάρι, ανάχρια τα έλεγαν κι έβλεπα τα χέρια που ήταν φτιαγμένα για τα ανάχρια κι έγραψα ένα ποίημα:

παλιό μου σπίτι
εικόνες από χέρια
που πιάνουν. και τι;

Πήρα το σαπούνι που το είχα δει πριν χρόνια να επιπλέει στο καζάνι, σαπούνι με ποτάσα και λάδι και τα δυο χέρια της μητέρας στο ξύλο μέσα του να το ανακατεύει πάνω από τα ξύλα της φωτιάς. Θέλησα να πλύνω τα χέρια μου και πήγα ως τη βρύση της αυλής σαν γάμα κεφαλαίο ήταν άνοιξα κι άρχισα να τρίβω το σαπούνι με το νερό και ξαφνικά μου ήρθαν δάκρυα καθώς το ένιωσα πως το τελευταίο σαπούνι που έφτιαξε λιώνει πιο αργά, επιβιώνει, φθαρτό κι αυτό, από το σώμα της στο κοιμητήριο. Σκέφτηκα πόσα οι άνθρωποι τους έγιναν περιττά σε μια ζωή πόσα δεν παρέδωσαν και δεν τα μίλησαν πόσα δεν μιλάω και δεν θα παραδώσω και μ’ έπιασε μια λύπη χαμένου θησαυρού στην αλυσίδα των λέξεων που πια έχουν χαθεί ύπουλα καθώς το ενδιαφέρον μας της πέρασε από λήθη προς άλλες λέξεις… πόσες λέξεις πεθαίνουν με κάθε άνθρωπο, δεμένες με συναισθήματα χαράς πόνου ελπίδας ή μόχθου… και βρέθηκα σ’ ένα κατάσκιο μέρος σαν παρεκκλήσι πέτρινο κι ένας μοναχός έδειχνε νεκροκεφαλές πολλές μ’ ένα σταυρουδάκι απάνω τους που θα σήμαινε εν Χριστώ για τους έχοντες ελπίδα εις ανάστασιν ονομάτων μικρών γλυπτών του αέρα. Έγραψα:

το σαπούνι της
κάτι σαν που επιζεί
λιώνει στο χέρι

κοίταξα λίγο στο απέναντι σπίτι το παράθυρο του πια ποτέ ποτέ αγάπη κοριτσιού με πήραν τα παιδικά μου και συνέχισα το ταξείδι στον πράο ρυθμό του όνου προς τα κτήματα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού