ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΓΕΦΥΡΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ Ή ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ;

Η ιατρική-αστική και ποινική ευθύνη ανέκαθεν αποτελούσε σημείο τριβής ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο επιστημονικών κλάδων, της ιατρικής και της νομικής. Η σύγκρουση του νομικού και ιατρικού κόσμου αναζωπυρώθηκε με την πρόσφατη απόφαση του ΜΟΔ Χανίων που καταδίκασε δύο ειδικευόμενους γιατρούς για ανθρωποκτονία εξ αμελείας (302 ΠΚ). Η υπόθεση αφορούσε τον θάνατο της δεκαεξάχρονης Στέλλας Ακουμιανάκη η οποία μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου  όπου και εξέπνευσε, αφού η αγωγή που της δόθηκε από τους ειδικευόμενους ιατρούς που εφημέρευαν δεν ανέκοψε το αλκοολικό σοκ.

Αφορμή αυτού του κειμένου αποτελεί η ανακοίνωση των ιατρών του ΕΣΥ  με την οποία αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης ενώ χαρακτηρίζουν την όλη δίκη παρωδία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι δικαστές είναι «ανίδεοι» από ιατρική και πως στο ειδώλιο βρέθηκε όλη η ιατρική κοινότητα. Το κατηγορητήριο χαρακτηρίζεται ρευστό ενώ αμφισβητείται και η ύπαρξη κάποιου ιατρικού σφάλματος. Επίσης τονίζεται η κατάσταση που επικρατεί στα τμήματα εκτάκτων περιστατικών και οι υλικοτεχνικές ελλείψεις. Η σχετικά μικρή ανακοίνωση περιλαμβάνει όλες τις αντιρρήσεις που έχει εκφράσει η ιατρική κοινότητα σχετικά με την ισχύ του ιατρικού δικαίου.

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο και βασικό «επιχείρημα». Οι νομικοί έχουν άγνοια των μηχανισμών λειτουργίας και των πορισμάτων της ιατρικής επιστήμης και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να αποφασίζουν σχετικά Πράγματι η ιατρική είναι μια δαιδαλώδης επιστήμη. Ο κίνδυνος σφάλματος ελλοχεύει κάθε δευτερόλεπτο αφού έχει  συνέπειες που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν και να αποτραπούν. Είναι αυτό, όμως, αρκετό για να θέσουμε την ιατρική ευθύνη έξω από τα όρια του νομικού προβληματισμού; Μπορεί η ιατρική να αποτελεί λειτούργημα αλλά σε τίποτα δεν υπερέχει άλλων κλάδων που εμφανίζουν επίσης αυξημένο βαθμό ειδίκευσης όπως η λογιστική, η αρχιτεκτονική, η ναυπηγική. Πάντα υπάρχουν νομικοί που μελετούν εις βάθος, παρουσιάζουν και αξιολογούν τα νομικώς κρίσιμα ζητήματα  με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα.

Φυσικά ο αντίλογος από τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους των επιστημονικών κλάδων δεν είναι απλά καλοδεχούμενος αλλά οπωσδήποτε αναγκαίος για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων, σύμφωνων και με τα ισχύοντα στην κάθε επιστήμη. Η νομική επιστήμη δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει τις υπόλοιπες ή να διεκδικήσει κάποια πρωτοκαθεδρία. Στόχος είναι να δημιουργηθούν όρια προκειμένου ο εκάστοτε επαγγελματίας να γνωρίζει από ποιο σημείο και μετά ξεκινάει η ευθύνη του, ούτως ώστε να προστατευτεί το κοινωνικό σύνολο από τη μη σύμφωνη με τα πορίσματα της κάθε επιστήμης άσκησή της. Η οριοθέτηση αυτή γίνεται φυσικά όχι αυθαίρετα, μόνο από νομικούς, αλλά ύστερα από γόνιμο διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών.

Αν μείνουμε στο ίδιο επιχείρημα περί «ανίδεων» δικαστών αναρωτιέται κανείς ποιος θα πρέπει να αναγνωρίζει ενοχή και να επιβάλλει ποινές εκτός από τους δικαστές. Οι ίδιοι οι γιατροί; Και αν υποθέσουμε ότι γίνεται αυτό, γιατί να μην το εφαρμόσουμε και στα άλλα επαγγέλματα; Το αδιέξοδο και η έλλειψη ορθότητας αυτής της σκέψης αποδεικνύεται με περισσή ευκολία αφού η απάντηση είναι μία: πλήρης αντίθεση με το Σύνταγμα. Θεμέλιο του κράτους δικαίου αποτελεί η αναγνώριση αρμοδιότητας επίλυσης διαφορών που ανακύπτουν στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής μόνο στα δικαστήρια, των οποίων οι λειτουργοί περιβάλλονται από εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Το άρθρο 8 παρ. 2 Σ ρητά απαγορεύει κάθε είδους δικαστικές επιτροπές και έκτατα δικαστήρια. Ο δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν υπήρξε αμέλεια, όχι αυθαίρετα αλλά με βάση τα διδάγματα της ιατρικής και νομικής επιστήμης. Και όταν βρεθεί ενώπιον περίπλοκων ιατρικών θεμάτων διατάσσεται το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διεξάγεται από ιατρό (183 ΚΠΔ).

Μάλιστα σε περίπτωση που ο δικαστής διαφωνεί με αυτήν θα πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την απόφαση του, ως προς την απόρριψη της πραγματογνωμοσύνης.  Η προστασία, φυσικά, θα ήταν ελλιπής αν δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαστική κρίση ο θιγόμενος από αυτήν, καθώς ενδέχεται να έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα κατά την έκδοσή της. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι τέλειες ή αλάνθαστες, καθώς υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να απορρίπτουμε συλλήβδην τη δικαστική εξουσία, μιας και ο νομοθέτης έχει δημιουργήσει μηχανισμούς προστασίας από τα ενδεχόμενα λάθη, όπως είναι το δικαίωμα έφεσης και αναίρεσης, δηλαδή η προσφυγή εκείνου που θεωρεί πως αδικείται από την πρωτοβάθμια απόφαση σε ανώτερα δικαστήρια. Επομένως το επιχείρημα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι ως αντισυνταγματικό, πρέπει να εγκαταλειφτεί.

Συνοψίζοντας το ιατρικό δίκαιο αποτελεί περισσότερο έναν τόπο συχνών συγκρούσεων χωρίς βέβαια να είναι αυτός ο σκοπός του. Οι δύο κλάδοι, ιατρική και νομική, τίποτα δεν έχουν να χωρίσουν και τέτοιου είδους ανακοινώσεις δεν συνεισφέρουν τίποτα στην επιστημονική μελέτη. Αυτό που χρειάζεται είναι διάλογος και η από κοινού μελέτη των αμφιλεγόμενων θεμάτων. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η κατανόηση των αρχών και των ιδιαιτεροτήτων του κάθε κλάδου όπως και η εύρεση της χρυσής γέφυρας. Αν η μελέτη είναι μονόπλευρη τότε είναι και χωλή. Η νομική χρειάζεται την ιατρική και το αντίστροφο. Μόνο έτσι θα φτάσουμε στην ορθή έκδοση αποφάσεων και στην ορθή ιατρική πρακτική.

 

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού