ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ : Σπίθα

Ερωτευόμασταν γύρω από τις φωτιές. Περιμέναμε πάντα κάποιον άλλον να τις ανάψει, να γίνει αυτός ο εμπρηστής κι εμείς ποτέ να μην έχουμε δει ή ακούσει τίποτα. Να ανάψει πρώτα τη μία σπίθα, ύστερα τη δεύτερη, την τρίτη, να γίνουν οικογένεια οι σπίθες, σόι, ξαδέρφια τρίτα και τέταρτα και παντού να σκορπίσουν. Εμείς μαζεύαμε πρώτα τις μυρωδιές τους κι ύστερα αρπάζαμε ο καθένας από μία μικρή φλογίτσα και την κάναμε δική μας. Έτσι ήταν από πάντα η ζωή, μια οικογένεια από σπίθες που προσπαθούσες να κάνεις δική σου. Κάποιος θα έπαιζε κιθάρα ή θα έκανε πως παίζει, κάποιος θα έλεγε αστεία ή θα έκανε πως λέει και κάποιος θα μέτραγε τα άστρα. Εμείς θα ερωτευόμασταν. Εκεί, στη μέση του παγωμένου σύμπαντος, γύρω από μια φωτιά. Θα ερωτευόμασταν όσες φορές χρειαζόταν, μπορεί μία, μπορεί δύο, δεν έχεις χέρια ελεύθερα να μετρήσεις πόσες φορές θα ερωτευθείς, τις περισσότερες φορές είσαι αυτός που μετράει τα άστρα. Ή κάνει πως μετράει.

Τα χέρια μας μετρούσαν τα άστρα. Τα ίδια χέρια που είχαν λερωθεί από τις σπίθες που έσβηναν μέσα τους – καμία δεν άντεχε να φυλακιστεί, σε κανενός παλάμη. Τ’ άστρα όμως δεν έκαναν ποτέ διακρίσεις, δεν τα ένοιαζε αν τα χέρια σου ήταν καθαρά ή λερωμένα από τις φλόγες, σαν τις πόρτες των σπιτιών την ανάσταση, αν ήξερες να μετράς σωστά ή αν περνούσες αριθμούς στη βιασύνη σου, αν ξεχώριζες αστερισμούς από νεφελώματα και πλανήτες. Τα άστρα ήταν  εκεί για να σου τάξουν τη δική σου ανάσταση. Ή την ανάταση, αυτή που θα σου επέτρεπε να τα φτάσεις. Ερωτευόμασταν γύρω από την ανάγκη μας να φτάσουμε τα άστρα. Περιμέναμε κάποιον να μας υποδείξει ποιο να φτάσουμε, να γίνει αυτός ο υπαίτιος , ο δείκτης κι εμείς ακολουθούσαμε το δείξιμό του. Να δείξει πρώτα το ένα άστρο, ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, να γίνουν γειτονιά τα άστρα, αυλή, περιβόλι και να στρώσουν δρόμους γύρω τους. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, υψώναμε τις μύτες των ποδιών μας, τις άκρες των δακτύλων μας, τη ζωή μας υψώναμε να τα φτάσουμε. Έτσι ήταν από πάντα η ζωή, μια γειτονιά από άστρα που δεν κατοίκησες.

Ο καθένας, βέβαια, κατοικεί στον εαυτό του. Ο εαυτός του δεν είναι άστρο. Πληρώνει νοίκι ακριβό και κοινόχρηστα και θέρμανση, που δε του φτάνει ποτέ, που κρυώνει τους χειμώνες κι ιδρώνει τα καλοκαίρια , ενώ στο άστρο δε θα κρύωνε, θα ίδρωνε όμως πολύ κι ίσως κι εκεί η καρδιά να μην μπορούσε καλά καλά  να συντηρηθεί. Πληρώνει νοίκι ακριβό, γιατί δεν έχει πουθενά αλλού να πάει. Το έχει ανάγκη το οίκημα και προσπαθεί να το κρατά καθαρό και σε καλή κατάσταση . Το καθαρίζει πού και πού, τα πάνω πάνω ή λίγο πιο επιμελώς για τις γιορτές, να λάμψει λίγο η ψυχή τα χριστούγεννα, να πλυθεί λίγο η καρδιά το πάσχα, να ασπρίσουν οι λέξεις, οι σκέψεις, τα λάθη, σαν σοκάκια σε νησί, το καλοκαίρι. Ο καθένας κατοικεί στον εαυτό του, τον εαυτό του βαπτίζει καλοκαίρι, μόνο και μόνο γι’ αυτές τις λίγες φορές τον χρόνο που ασπρίζουν όλα. Όλες τις υπόλοιπες, μαζεύει τη σκόνη το σώμα, μαζεύει τη φθορά, και κάποτε να θυμηθώ ν’ αλλάξω τα παράθυρα, κάποτε, κι αυτοί οι τοίχοι ένα βάψιμο, κάποτε, μη σηκώνεις τα χαλιά από τώρα, έχω τη σκόνη μου μαζέψει από κάτω, κάποτε, μη με τρομάζεις, κάποτε, δεν είμαι έτοιμος ακόμα. Κάποτε.

Κάποτε οι άνθρωποι ερωτεύονταν πιο εύκολα. Γύρω από φωτιές, μέσα από φωτιές, γίνονταν οι ίδιοι οι φωτιές, οι σπίθες και τα άστρα. Κάποτε φοβόντουσαν λιγότερο. Άφηναν σπίτια ανοικτά, μπαλκόνια ανοικτά, αισθήματα ανοικτά. Κατοικούσε ο καθένας στον εαυτό του, αλλά κι ο ένας στον άλλο μέσα κατοικούσε, έκανε χώρο, άφηνε ράφια και συρτάρια και δωμάτια ελεύθερα να μπουν οι επισκέπτες. Ποτέ οι κλέφτες. Κανείς ποτέ δεν έκλεψε από σπίτι ορθάνοικτο, τα κλειστά προκαλούσαν τις μεγαλύτερες απορίες . Πίσω από του κόσμου όλου τα κλειστά τα σπίτια, οι άνθρωποι μονολογούν και βγάζουν αντικλείδια , χωρίς να έχουν κάπου να τα δώσουν. Θα χρειαστεί, θα φύγω διακοπές, θα χρειαστεί, κάποιος τις γλάστρες μου , θα χρειαστεί, κάποιος τη γάτα μου, θα χρειαστεί, τα γράμματα μου να κοιτά, λογαριασμούς μου, θα χρειαστεί, κάνε και μένα κάποιος να με χρειαστεί. Όσα δεν έλεγαν οι άνθρωποι , τα έγραφαν. Γέμιζαν μπουκάλια με μηνύματα και τα άφηναν στη θάλασσα. Ο κόσμος όλος είναι γεμάτος με τέτοια μπουκάλια που κανείς δεν έπιασε στα χέρια του και κανείς δε διάβασε.

Το φετινό καλοκαίρι θα το θυμάται ο καθένας από μας για πολλούς λόγους. Αναρωτιέμαι αν θα το θυμάται κάποιος επειδή ερωτεύτηκε. Επειδή έσκυψε σε μια θάλασσα μπροστά κι έπιασε το μπουκάλι, το μήνυμα, το αντικλείδι . Ίσως μέχρι το τέλος του Αυγούστου να έχω μια απάντηση. Ίσως εκεί έξω να υπάρχουν άνθρωποι που αγκαλιάζονται ακόμα και γέρνουν ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του άλλου, που δείχνουν με τα δάκτυλά τους τα αστέρια που κανείς άλλος δεν ενδιαφέρεται να μάθει. Τις περισσότερες φορές είμαστε γεμάτοι από αδιάφορες για άλλους λεπτομέρειες, αλλά για μας σημαντικές. Τις περισσότερες φορές θέλουμε να είμαστε εμείς αυτό το μήνυμα μέσα στο μπουκάλι. Ταξίδεψέ με, θα λέει, πιες με, νιώσε με, γείρε δίπλα μου, μέσα μου, ακούμπησέ με, γίνομαι σπίθα, σταυρός στα χέρια σου, ανάσταση, συντήρηση, καλοκαίρι, αντικλείδι, το άσπρισμά σου γίνομαι, το σοκάκι, η αυλή, το περιβόλι σου, κλειδί κάτω από το χαλάκι σου γίνομαι, το πλοίο που θα σε πάει αλλού, το πλοίο που θα με πάει κι εμένα αλλού, το ίδιο το αλλού σου γίνομαι. Αγάπησέ με.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού