Θαλαμοφύλακας

Οι ποιητές είναι, είμαστε, ξιπασμένα πλάσματα. Το χτύπημα του λεκτικού που μας βαράει κατακέφαλα μας κάνει να μιλάμε σαν χαμένοι ανθυπλοχαγοί του καθημερινού τουλάχιστον. Μετατρέπουμε πονηρά ένα εκφραστικό προνόμιο σε προνόμιο βίωσης των γεγονότων ζητώντας τη δική μας αργομισθία σε μια χώρα που οι αργομισθίες περισσεύουν. Τελευταία είδα μια νεανική φωτογραφία ποιητή, από αυτούς τους μιζεραμπιλιστές, σε μια ταράτσα και ω του θαύματος, στην ίδια ταράτσα και μια σκάλα ξύλινη. Είναι μάλλον η ίδια σκάλα που έχει ανέβει στα εξήντα τόσα του και παίρνει πόζες αγάλματος που δραπέτευσε από το νεκροταφείο, το τρίτο γιατί για πρώτο ούτε λόγος και λόγω έργου και λόγω κοινωνικής καταγωγής. Ειδικά όταν οι ποιητές δημοσιολογούν και θέλουν να βάλουν τάξη στο χώρο τους είναι για γέλια. Ζωντανές αντιφάσεις κατα που τους βαράει η τρελάδα τους ή τα ξύδια που αρχίζουν από δεκάτης πρωϊνής. Τη Δευτέρα είναι των κυκλωμάτων της αισχίστης όπου εξαντλούνται σε πραγματικές ή φανταστικές απόψεις κουτσομπολίστικού ύφους για το ποιός είναι με ποιόν και άλλα σαν αυτά που έλεγε η μητέρα τους και την Τρίτη είναι οι μεγαλύτεροι αμύντορες της μοναχικής εργασίας και του αυνανιασμού ενώπιον καθρέπτου, ας είναι και βιτρίνα βιβλιοπωλείου στα Φάρσαλα. Οι ποιητές, δεν είναι, δεν είμαστε σοβαροί. Γιατί η ποίηση ξέπεσε από τους αστούς στα μικροαστικά ανερχόμενα στρώματα ως διάδρομος εύκολης κοινωνικής αναρρίχισης. Μόνο που οι ανερχόμενοι μικροαστοί ξέχασαν να αφήσουν την ποίηση σαν αστικό προνόμιο να διαμορφώσει και το ήθος της καθημερινής τους επικοινωνίας. Εξακολουθούν να τριγυρνούν σαν φτωχαδάκια από βιβλιοπωλέιο σε εκδότη, από τηλεφώνημα σε γράμμα κακολογώντας φανταστικούς ή πραγματικούς ανεμόμυλους κατά τη διάθεση της στιγμής και το χανγκόβερ. Γραφικοί τύποι ερεθισμένοι από την εύκολη δόξα του περιγύρου και που τελευταία ο πολλαπλασιαμός των βημάτων λόγου τους κάνει ωραίους σαλτιμπάγκους του καθημερινού γέλιου της συντεχνίας. Και σιγά σιγά τους αποκαλύπτει, ως τοξικούς και προς αποφυγήν.

Τη μόνη άξια θέση που βρήκα για τον ποιητή ήταν αυτή του θαλαμοφύλακα. Ο άνθρωπος που φυλάει τον ύπνο των άλλων που έχει την ευθύνη να τους ξυπνάει για να αλλάξουν άλλους στη σκοπιά, που σε άσχημες καιρικές συνθήκες είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Που έχει επίσης την ευθύνη να ξυπνάει όλους τους στρατιώτες όταν είναι για άσκηση, γνωρίζοντας του καθενός τα χούγια όταν είναι να ξυπνήσει. Και που η υπηρεσία του τον θέλει ακοίμητο σ’ ένα διάδρομο που οδηγεί σε θαλάμους, μ’ ένα τρανζιστοράκι και την έγνοια στο ρολόι του. Σε σας ως αναγνώστες μένει το υπόλοιπο. Να κατευθύνετε δηλαδή το θεσμό του θαλαμοφύλακα ως ποιητή, στους ομότεχνους, στην κοινωνία και στην ίδια την ποίηση ως ένα σύμβολο. Ακόμα κι αν οι θάλαμοι που φυλάει είναι ψυγεία με ζωντανά πτώματα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού