Γράμμα στα «υποκείμενα» της Άννας Αφεντουλίδου. Ασκήσεις και ιστορίες εικονικής ισορροπίας

Άννα Αφεντουλίδου, Ιστορίες εικονικής ισορροπίας, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013.

 

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

ΜΙΑ ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙA ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ

 

Αγαπητή Άννα και λοιποί ήρωες της «ιστορίας»,

Με ενδιαφέρει ο φιλολογικός σας εξοπλισμός, τα εργαλεία σας και οι καταβυθίσεις σας, κρατώ μάλιστα στα χέρια μου -το τελευταίο καιρό επίμονα- το πόνημά σας Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ. Μια καταβύθιση στον κόσμο του αυτισμού, όπως και το μικρό σας βιβλίο για τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη, και βλέπω πως δίνουν ήδη καρπούς και έχουν να δώσουν κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, μα εδώ θα  επικεντρωθώ στα ποιητικά σας δρώμενα και στις κειμενικές σας δομές ως ομότεχνος, που θέλει να ορμήσει ξάφνου καταπάνω σας με βλέμμα εξεταστικό και να ψηλαφίσει ζυγίζοντας τις γραμμές σας και τα συμβαίνοντα. Πρώτες αυθόρμητες λοιπόν παρατηρήσεις, με διάθεση –παραπάνω από ό,τι πρέπει ή συνηθίζεται– αν μου επιτρέπετε, «φιλοσοφική».

Η ποίησή σας λοιπόν κ. Αφεντουλίδου κινείται ως κύμανση φωτεινή και παιχνιδιάρα –άλλοτε ηχητική κι άλλοτε βουβή− γύρω από τη γραμμή του διασπασμένου υποκειμένου (στην όποια ιστορική του εξέλιξη), στα όρια της γλώσσας και της εκφραστικής, αλλά και μέσα στην ρευστότητα των ταυτοτήτων, στην αναζήτηση και στη διαλεκτική σχέση της έννοιας και του σώματος-βλέμματος-αφής. Με έντονα μάλιστα παρούσες και υποβόσκουσες τις ρευστές μετατοπίσεις του προσώπου σας, τις αλλαγές στη θέαση και στη δράση των υποκειμένων σας, με τις ταυτότητες δοσμένες με έναν νέο τρόπο, και με το φύλο αδιάλειπτα παρόν μες στη ρευστότητα και τη μεταβλητότητά του. Διαβάζουμε ενδεικτικά:

 

-Ακόμα κοιμάσαι; μου είπε ο άντρας. Οι άλλοι είναι ήδη στην παραλία. Πότε θα πας; Τράβηξα το σεντόνι’ το σώμα μου ήταν ήδη γυμνό. –Συγνώμη, του είπα βλέποντας πως κοίταζε αυστηρά τα αποτριχωμένα μου μέλη. […] Στο μπάνιο ροδαλά νερά στα λευκά πλακάκια. Η γυναίκα ξέπλενε το αίμα από τα πόδια της. Δεν θα έρθω, είπε. Πηγαίνετε εσείς» […] «Ο κίτρινος ήλιος του σπιτιού είχε χαθεί […] Πίσω απ’ το λόφο, γκρίζο και αγριεμένο το νερό απειλούσε. –Μα πού πήγαν οι άλλοι; ψέλλισα κοιτάζοντας τη σκοτεινή αμμουδιά. –Άργησες […] Ο δρόμος είχε χαθεί μαζί του

(«Θάλασσα»)

 

ΣΚΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ

ΜΕΤΑΞΥ PITTURA METAFISICA ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΔΙΑΚΕΚΟΜΜΕΝΟΥ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

Μέσα στο ονειρικό αλλά και μεταφυσικό αυτό κλίμα, όπου οι ήρωες σκαλώνουν στα αυτονόητα –ενδεικτικός ο φόβος να μην ακουμπήσει ο άντρας της «θάλασσας» το γυμνό καλώδιο της κουζίνας και η αδυναμία της πρωταγωνίστριας-ποιήτριας να τον πληροφορήσει– όπου τα πλέον αφύσικα αποκαλύπτονται ανεμπόδιστα και ομαλά στη ροή τους, σαν να έχουν τα πράγματα μια δική τους άρμοση, μια άλλη λογική στο δέσιμο και στην αλληλουχία τους, μεταφερόμαστε σε τόπους pittura metafisica, δηλ. κοντινούς ή ενδιάμεσους των ζωγράφων Ντελβώ, Ντε Κίρικο, Μαξ Έρνστ και Έγκον Σίλε. Επίσης παρόν κι ο γλωσσολόγος-φιλόσοφος Λούντβιχ Βιττγκενστάιν με τη μύγα του, μέσα στο μπουκάλι στα όρια της γλώσσας και του κόσμου ως ένα από τα παράξενα πλάσματα που συναντώνται στην ποίησή της. Σημειώνει η ποιήτρια με μια δόση ανα-στοχασμού: «βαθυπράσινα στοχαστικά μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά. Λεπτά κατάλευκα δάχτυλα», «κάθε δεύτερη μέρα» να του αλλάζεις το «νερό μη χάσει το χρώμα του», για να προσθέσει: «Και πού και πού του ρίχνω μια μύγα μην πέσει σε αχρηστία η πολύτιμη γλώσσα του», μεταφορικά και κυριολεκτικά παίζοντας με το σώμα και τα μέλη του.

Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση τελικά που φέρει μια νέα, ζωντανή και παιχνιδιάρα σεξουαλικότητα και ταυτόχρονα διατηρείται ως μια αυθύπαρκτη κειμενική κατασκευή που αναστοχάζεται, κατορθώνοντας να ερεθίσει, να προκαλέσει και να παίξει ταυτόχρονα, με πολλά μέρη του ψυχισμού, του θυμικού και του αμφιβληστροειδούς, αλλά κυρίως με την ίδια τη νόηση του αναγνώστη. Ας παραθέσουμε, ενδεικτικά πάλι, σημεία που τονίζουν τα προαναφερθέντα:

μη μη είπες μη βγαίνεις

αλλά εγώ σκαρφάλωνα κόκκινα τα κεραμίδια […]

η μέσα μου γυμνή γδάρθηκε στην κόψη [….]

υγρή γλυκιά φωνή

χτυπούσε το κεφάλι μου στο πάτωμα

την ώρα που βυθίστηκες στο σώμα μου […]

με τράβηξες μέσα σου και χάθηκα

(«Αντί ιστορίας με φεγγίτη»)

«Φορτηγατζής μου κάνει κουμάντο γδέρνοντας το κορμί μου»

(«Πείνα»)

και:

Έβαλα το δάχτυλό σου στο στόμα μου.

Μετά γέμισα άμμο, ήσουν βαρύς»

(«Ιστορία με το 13ο φεγγάρι»)

αλλά και:

Την άλειφα λάδι να ζηλεύεις. Αργά αργά και παντού.

Την φιλούσα στο λαιμό.[…]

Ψηθήκαμε στον ήλιο. Ουφ.

Μου έδινε λεφτά, έπαιρνα νερό και παγωτά.

Έσταζα πάνω της και το έγλειφα. Με έσπρωχνε και γελούσε.

Ένα μεσημέρι έκανα ότι κοιμόμουν.

Έβαλα το χέρι μου μέσα και της έπιανα το στήθος […]

το μικρό μου χέρι να σ’ έχει αρπάξει χαμηλά

(«Η ιστορία της αδερφής μου»)

Με το στίχο επιπρόσθετα «Είναι όλα σπασμένα είπες,/Ακριβώς αυτά δεν τα θέλει κανείς» να δείχνει μια βαθιά και άλλης υφής και τύπου ευαισθησία. Με το ποίημα να λειτουργεί κυρίως ως ποίημα-σώμα-μνήμη, στον κατακερματισμό του. Μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της αφήγησης και τον αφηγητή −εξ ου ίσως και τα απότομα περάσματα− η ποιήτρια μας φέρνει αντιμέτωπους με το ίδιο το ποίημα ως κάτι το ζωντανό και το απροσπέλαστο, που μεταβάλλεται και σαλεύει ως μια αντανάκλαση, δείχνοντας και τις πολλαπλές και ενδιαφέρουσες μετατοπίσεις της στον χρόνο και στις διάφορες ηλικίες της. Μας λέει:

 

«Σε είχα συναντήσει 2-3 φορές μέσα στο ασανσέρ. Μύριζες καπνό καφέ και ξύρισμα. […] Το ωραίο ήταν το παράθυρο που έδειχνε ύπουλο φθινόπωρο να λέει θα ανοίξουν τα σχολεία σε λίγο γαμώτο μου. […] Έβαλες τα δάχτυλα σου μέσα, σε εκείνο το σημείο που γράφει I love comics./ Πόνεσα αλλά ήταν ωραίο όπως στο κρυφτό που γδέρνεσαι πάνω στον τοίχο./ Με τράβηξες με δύναμη αλλά εγώ δεν τραβήχτηκα/ κάψιμο τσούξιμο ψίθυρος μημηφοβάσαι ωραίοθαείναιμη».

Με αυτές τις τελευταίες λέξεις, όπου δένουν τα πρόσωπα ως ένα μέσα στην ίδια λέξη, καθώς τα σώματα, να κατορθώνουν κάτι θαρρώ το νέο.

Πρόκειται για μια ποίηση, με άλλα λόγια, που αποβλέπει σε μια διασπασμένη «αλήθεια», βαθειά και μυστική (-ιστική) –γιατί όχι;– εκεί όπου κάτω από τα πρώτα «ρηγματώδη πετρώματα» του ψυχισμού, συναντούμε και πάλι νερά και διάφορα υγρά, σκοτεινά και στην εξάχνωση τους, που δίνουν και γεννούν ρευστές ταυτότητες −τέτοια η μήτρα τους− που επιτρέπουν στην περίπτωση αυτή, την άρθρωση και τη δόμηση ενός ποιήματος που ξεχωρίζει μες στην κατορθωμένη αλλά και πηγαία ιδιοτυπία του. Αντλώντας από τις τόσο ενδιαφέρουσες αυτές κοιτίδες, η δημιουργός μάς καλεί σε μια καταβύθιση για να τις γνωρίσουμε μαζί της. Μια μυστικότητα που εκδηλώνεται ενδεικτικά στα ποιήματα «Αντί ιστορίας με φεγγίτη», «Ιστορία της αδερφής μου» και «Χθεσινοβραδινόν»:

 

Αχθοφόροι έφεραν ένα ψυγείο με χάσκουσα πόρτα, στοίβες από πετσέτες θαλάσσης μάς περίμεναν στα ράφια του, Ως επί το πλείστον λευκές με θλιβερά γαλαζωπά άνθη

με το φορτίο των λέξεων να αλλάζει, να ελαφραίνει και μες στην ανισορροπία του να μας μετατοπίζει, ζωγραφίζοντας με απλές λέξεις-γραμμές υπερρεαλίζοντες τόπους και μεταφυσικά τοπία.

Ένα κλίμα που συνεχίζεται διαφορετικά στη «Συνεδρία» όπου το μεταφυσικό –ως τόπος πάντοτε– πλέκεται με την ψυχανάλυση και με το αποσπασματικό ενός ανανεωμένου και διακοπτόμενου υπερρεαλισμού. Όταν ακούμε πως: «Τα απογεύματα φράζει με γλάστρες το στενό» σκεφτόμαστε τον Ντε Κίρικο δοσμένο αλλιώς, και εκεί είναι ίσως που προστίθεται:

 

Μη λερώσουν τα άρρωστα παπούτσια μου το δρόμο της. Τα βράδια γυρνώ φορτωμένη λέπια και χώματα. Υποχρεωμένη να τα μαγειρεύω, λες και είναι η μόνη τροφή, το τελευταίο μυστικό μας δείπνο.

Στο κλίμα αυτό σαφώς και προσθέτουν «η επίπεδη πλατφόρμα νερού» που «σε οδηγεί», ο «πίνακας ανακοινώσεων για παρόν και μέλλον» και «το δικό μου [σπίτι-πλατφόρμα], πληθωρικά φορτωμένο με τα ημιτελή συμβάντα» του ποιήματος «Φιλοξενία», αλλά και «τα πιόνια» που «πρέπει να μείνουν εκεί∙ εσαεί μισοτελειωμένες παρτίδες» του ποιήματος «Παίγνιον».

Το κλειδί παραμένει βέβαια, καθώς σημειώνεται, ως τέλους άχρηστο. «Το κλειδί μου είναι άχρηστο» («Νύστα») ενώ «δυο κάθετες ρίγες μού βαραίνουν τα μάτια» («Έκστασις») ως μπάρες δηλ. φυλακής που προφανώς δείχνουν την ύπαρξη ως έναν τόπο εφιαλτικό και αδιέξοδο, δηλ. ως τόπο καφκικό, ενεργοποιώντας και τον Ξένο του Καμύ, με τα σώματα να εμφανίζονται άλλοτε ακρωτηριασμένα, τεμαχισμένα, στάζοντα και αιμορραγούντα, κι άλλοτε σμιλεμένα, σκαλισμένα, καψαλισμένα, με προσθήκες ψεύτικες, κι ως τέτοια συγχέονται με τον χώρο –στη φυσική αλλά και στη μεταφυσική και ονειρική του σημασία– σε μια νέα αξίωση. Κι όλα αυτά ενώ: «ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς» («Αν-αιρετικόν») σαν τον καλβικό ήλιο, αλλά και τη καλβική διχόνοια, με παρούσα επίσης και τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δοσμένη αλλιώς, ως μια γυναίκα δηλαδή της εποχής μας, στους πολλαπλά μεταβαλλόμενους ρόλους της. Μας λέει η ποιήτρια:

 

Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες. Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα, γαλήνια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι./ Όταν με αγγίζει παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας

 

αλλά και:

Δάπεδα βουβά, σώματα σκαλιστά

σκοτεινοί σταλακτίτες της μνήμης […]

η σκόνη ρουφά τις ανάσες που πέρασαν […]

με δεμένα τα μάτια αφήνεσαι

στα πλαστικά μου μέλη επάνω

 

 για να προσθέσει:

Υποτάσσομαι.

Το ξένο γίνεται υγρό και ζεστό

(«Μικρή ιστορία ανταλλακτικής ισομετρίας»).

Τα υγρά τα συναντούμε και στο στίχο «για να μάθω μαζί σου των υγρών την αλήθεια» («Μικρή ιστορία διπλών πλυντηρίων»). Τα παραπάνω δένουν ενδεικτικά στο ποίημα «Μικρή ιστορία ακυρωθέντος χρησμού», όπου βλέπουμε:

ουλές, ξεχασμένους λεκέδες […]

φλογισμένες θηλές

 

ενώ:

απέξω έτρεχαν ρυάκια απ’ τους τοίχους

γυναίκες γυμνές σκούπιζαν σιωπηλά τα νερά […]

Έλεγες […] Πολύχρωμο πλήθος ζητούσε εικόνες

χρησμούς και το βλέμμα σου

 

με το gothic στοιχείο επίσης παρόν μες στην ιδιοτυπία του. Εδώ αξίζει να σταθούμε  και στο:

Πήγα

Κεραυνός καίει φτερούγες, νεράιδες και ξόρκια

Η ποιήτρια χωμένη στα μαλλιά σου […]

Κύλησα τα χέρια μέσα στην μπλούζα της

έτριψα τις θηλές, ζεστές, έσταξα λέξεις στο αυτί της.

Κρεμάστηκε απ’ τα χείλη σου.

Γονάτισα μπροστά σας

γλίστρησα τα δάχτυλα ανάμεσα στα πόδια της […]

έχω κερδίσει επιτέλους

το δικαίωμα

να κοιμηθώ

μαζί σας

(«Παρουσίαση βιβλίου»)

όπως και στο:

Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε τη φωτιά στα φτερά τους […] έπιανε παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο» («Συλλέκτρια Ι»)

Κι η τόσο διαφορετική αυτή εικονοποιεία δένει και μας πάει αλλού με το:

ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «Θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μην μπορεί να κρεμαστεί.

ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΚΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΡΕΥΣΤΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΜΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ

Κατεβαίνω λοιπόν συνοψίζοντας στα ποιήματά της με μια ορμή και θέληση άλλη, σκεπτόμενος πως το «διασπασμένο» −τόσο φορτωμένο στις μέρες μας− «υποκείμενο», το νιτσεϊκό αυτό παιδί, πως δεν είναι άλλο από έναν ποντικό εργαστηρίου, μέρος ενός «πειράματος» που μας διαφεύγει, που στις διακριτές, τις καλύτερες του στιγμές μάς δίνει έναν Κάφκα ή έναν Μπέκετ. Σε αυτό το κλίμα, τηρουμένων των αναλογιών, πριν από τα «επιγράμματα» σημειώνει η Αφεντουλίδου: «Η σκέψη άχρηστο αξεσουάρ του έρωτα», η σκέψη «μας χάρισε την αυταπάτη» και «την ανάλαφρη γεύση μιας ιματασίον αθανασίας» («Της σκέψεως»), αλλά και το: «Ανακάτεψε χλωρίνη, βιακάλ, ακουαφόρτε και το ήπιε. Ανάστροφα κύλησε το αίμα και διέλυσε τον δυνατό μυ της γλώσσας. Αναστασία! φώναξαν. Δεν ήσουν πια εκεί.» («Μνήσθητε»), για να καταλήξει -;- στο «Όσο δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε, τόσο κάτι την τραβούσε πίσω. Ο καταραμένος τόπος το είχε αποφασίσει. Θα έμενε για πάντα εκεί.» («Αρά»).

Ως μια αντανάκλαση, ως μιαν ηχώ, ως ένα σημειωτόν στο πουθενά, στο κάθε επόμενο σήκωμα του ενός ποδιού, ως πελαργοί υβριδικοί κι ως ποντίκια, ή κι ως κολυμβητές, καθώς θα δούμε, εμφανιζόμαστε ξανα-ανανεωμένοι, εμβαπτισμένοι μες στο ποίημα, φέροντας πάνω μας και γύρω μας τον τόπο ως χωροχρόνο ίδιο αλλά κι ως άλλο. Γράφει χαρακτηριστικά η ποιήτρια:

Ήταν ο κολυμβητής χάριν κι εξαιτίας του οποίου έγινε η θάλασσα. Μέχρι να το καταλάβει, η γέφυρα είχε ολοκληρωθεί. Δεν κολύμπησε ποτέ

(«Υδροστατικόν»)

Στην κάθε στροφή του ποντικού, δεξιά στο κάθε επόμενο, στο κάθε νέο άκρο του «Τ» που συναντούμε, φτιάχνεται τόσο η επόμενη στροφή όσο και το ίδιο μας το βλέμμα, από το οποίο ίσως και προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Τελικά ενώ δεν κολυμπάμε πνιγόμαστε αντικρίζοντας μια γέφυρα που παραμένει εκεί. Μας βοηθά λοιπόν μια τέτοιου τύπου ποίηση να ανοιχτούμε στο υποκείμενο ως φορείς ενός ματιού που κοιτά τον εαυτό του και βραχυκυκλώνει απορώντας. Τα καλύτερα ποιήματα αυτής της σύνθεσης, στις καλύτερες τους τουλάχιστον στιγμές, εφάπτονται θαρρώ εδώ με όσα θέτω και κινούνται επιπρόσθετα ωθώντας μας σε νέες προσχώσεις ή ανακατατάξεις του υπαρκτού που ανανεώνουν ηλεκτρίζοντας την πρόσληψή μας.

Στον αντίποδα των παραπάνω, για να επιμείνουμε θεωρητικά, βρίσκεται ο Μπετόβεν και το απόλυτο υποκείμενο ενός Έγελου, που ορθώνει τον θεό σηκώνοντας τα μάτια του και του συνομιλεί. Στις μέρες μας αυτή η στάση ίσως να συνοψίζεται στον κινηματογράφο του Ταρκόφσκι, και στην ποίηση, στον τόπο μας, του Γιάννη Δάλλα, γνωρίζοντας πως η επικείμενη αναίρεση είναι οριστική και η αστρική μας συγχώνευση και διάλυση αμετάκλητη. Ψήγματα ή αυτή η διάθεση υπάρχει στην ποίηση της Άννα Αφεντουλίδου όπου και διαβάζουμε: «Σαν το πιασμένο αγρίμι πάλευε να πάρει ανάσα. Και εκείνο το άγγιγμα ήταν μια ελπίδα ότι μπορούσε επιτέλους κάπως να ελευθερωθεί» («Διάσωσις») (βλ. και το ποίημα «Χθεσινοβραδινόν»), χωρίς όμως καλλιτεχνικά να ορθώνεται το αποτέλεσμα στο «προαποφασισμένο» ύψος και στη στάθμη του υπόλοιπου έργου.

Μια τρίτη δυνατή στάση, μετά τον Νίτσε και τον Έγελο, είναι αυτή της διυποκειμενικότητας, του λεγόμενου αναστοχασμού, του Εμμάνουελ Καντ και δίχως να γνωρίζω πραγματικά γιατί, εδώ μου έρχεται στο μυαλό ο Σαίξπηρ, όπου το «κάλλος» αποκτά −κι ο άνθρωπος μαζί− μια ξέχωρη δική του ύπαρξη, δίχως να αντανακλά «ουσίες» κι άλλα διάφορα ιστορικά και φορτωμένα, βλ. ενδεικτικά τις έννοιες του «αληθινού» και του «αγαθού». Γνωρίζοντας λοιπόν, πως το «αισθητό» στέκεται επάξια εδώ και δυό τουλάχιστον αιώνες, πλάι στο «νοητό», μες στην αλαζονεία μας, μες στην αλαζονεία της και η ποιήτρια –ως σύγχρονο ιστορικό υποκείμενο– επινοεί κατασκευές, καλλιτεχνήματα που τριγυρίζουν στο μυαλό μας, ως δημιουργίες που αξιώνουν αυτονομίες κι άλλα παρόμοια. Κι αν ο Βολταίρος μας λέει πως: «αν ρωτήσουμε ένα βάτραχο τι είναι η ομορφιά, το Μέγα Κάλλος, το καλόν; Εκείνος θα σας απαντήσει φυσικά ότι είναι η βατραχίνα του» −και παρόμοια θα απαντούσε ο Ξενοφάνης για τους θεούς− έτσι κι η ποίηση της Αφεντουλίδου  λέει μες στην κρυπτικότητα της: «Αρπαζόταν απ’ τα ξένα κορμιά σαν απ’ τα κάγκελα του κελιού πριν την εκτέλεση» («Πορνικόν») και: «αυτοκίνητο ακίνητο στην άκρη. Τζάμι χαρακωμένο από βροχή. Δάχτυλα τρέχουν στις σκιές της σάρκας χωρίς επιστροφή. Ό,τι τραγούδησε έχει τελειώσει» («Τελεολογικόν»). Με πρώτο και καλύτερο θαρρώ, το ποίημα η «Ιστορία των απογευμάτων». Περισσότερο τείνοντας εδώ παρά έχοντας πραγματικά αφομοιώσει και κατακτήσει αυτή την αίσθηση-διαίσθηση της.

Έτσι αυτή η γραφή παραμένοντας ριζικά ανοιχτή στην ετερότητα του ασυνειδήτου καθίσταται πραγματικά σύγχρονη και άρα ανίκανη να επιστρέψει σε έναν μοναδιαίο περίκλειστο εαυτό −που δεν υφίσταται εξάλλου− και εκεί στην ρευστότητα των ταυτοτήτων μάς δίνει και τα καλύτερα της κατορθώματα, απλώνοντας το χέρι στον άλλον, είτε αυτός είναι ο ίδιος της ο εαυτός, παροντικός ή παρελθοντικός, ή οι ενίοτε εξωσωματικοί, ας τους πούμε πραγματικούς, εξω-φαντασιακούς, άλλους.

 

ΑΝΤΙ ΕΞΟΔΟΥ

Μακριά λοιπόν από την ψευδαίσθηση των όποιων αφελέστατων υποθέσεων μας, γύρω από έναν τάχα διαφανή εαυτό, τολμά και κατεβαίνει η ποιήτρια με διάθεση να δει, να ψηλαφίσει και να μας μεταφέρει εξομολογούμενη −μεταπλασμένα αισθητικά− τα τεκταινόμενα της, τα εκείνη τη στιγμή διαμορφωνόμενα παιδιά της, με μια ποίηση εσωτερικής εστιάσεως, καύσεως και εντάσεως. Αναστοχαστική λοιπόν η χειρονομία της, η ματιά της, το ίδιο της το σώμα, γίνεται ένας τόπος μιας χωρίς θεό παράλληλης ρευστότητας, μετά την κατά τον Heidegger «μοναδολογία χωρίς θεό» του νιτσεϊσμού, από όπου και μας δίνονται θαρρώ οι τόσο ενδιαφέρουσες αυτές αντανακλάσεις.

Τα υπό «εξέταση» ποιήματα, συνοψίζοντας, λειτουργούν ως νέες γεωμετρίες που μας φέρνουν σε νέους πλαστικούς χώρους, έστω ως διαίσθηση, τόπους «ανεξερεύνητους» που δίνουν και έχουνε να δώσουν κι άλλα μέσα στην πολλαπλότητα τους, την διαφορετικότητα τους, και πάνω από όλα στη θρυμματιζόμενη και πρόσκαιρη τους σύσταση.

Με ενδιαφέρον παρατηρούμε τέλος πως «επιλέγεται» η επιστροφή στη δομή, στην «αφήγηση» και στα «αληθινά» μυθιστορίζοντα πρόσωπα, ως μια κάποια λύση στο αδιέξοδο της «μετα-νεωτερικότητας», εκεί όπου η καινοτομία ήταν η μόνιμη «χρυσή» προτεραιότητα. Προτιμάται μάλιστα αυτή η λύση αντί αυτής, που παίρνει τη μορφή μίνι-κατακλυσμού στον τόπο και στις μέρες μας, της αμήχανης δηλ. επαναφοράς και της «αναβίωσης» της ρίμας και άλλων παρελθοντικών σχημάτων που προσπαθούν να επαναφέρουν ίσως νέου τύπου «νομιμότητες» και μονόχνοτες κανονικότητες. Κι ίσως και για αυτό τον επιπρόσθετο λόγο μιλά για την Αφεντουλίδου ο Α. Ζήρας σε μια νέα κριτική κόντρα της εποχής μας (βλ. Τα Ποιητικά, εκδ. Γκοβόστη, τχ. 13).

Κλείνοντας να συμφωνήσω με το «Ά-λογον» της σύνθεσης, μεταφορικά και κυριολεκτικά, πως «δέχτηκα το χαλινάρι/ για ν’ απολαύσω τον ιππέα/για να καλπάσω εγώ μαζί του [σου]/ξεγελώντας/ότι αυτός [δηλ. εσύ] έχει [ς] το πρόσταγμα» ή μήπως όχι; Και η απάντηση; προφανώς στην «Απουσία, Ι»: «Ευτυχώς υπάρχει και η αλληγορία/Για να θυμίζει/πως/άλλα λέμε και άλλα εννοούμε//Για να μαρτυρεί/ πως ό,τι είπαμε/είναι/για άλλη μια φορά/αληθινό».        

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού