Absentia lucis 3.0.1

Στον απέναντι τοίχο, κι ενώ είχαν σερβιστεί μπροστά μας τα ρώσικα εδέσματα με τα ακατάληπτα ονόματα, μια επιμνημόσυνη τοιχογραφία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού φωτισμένη με λαμπιόνια σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη ντάτσα του προπάππου σου στο Νοβοροσίσκι. Πάνω της πρόβαλα τους δικούς μου φτερουγισμένους: στην πάνω-πάνω σειρά, για παράδειγμα, μια συμμαθήτριά μου απ’ το γυμνάσιο κι ο φίλος της, που έγιναν χαλκομανία με τη μηχανή του, ένας ή και οι δύο γονείς οικογενειακών γνωστών δεξιά κι αριστερά, η νονά μου δίπλα στη μητέρα της πιο δεξιά, ένας τέως δήμαρχος της πόλης και παλιός καθηγητής μου των θρησκευτικών σε περίοπτη θέση κοντά στην είσοδο. Κατά τη μικρή αυτή απογραφή θυμήθηκα όλες τις φορές που είχα περπατήσει ανάμεσα στους τάφους, γνωστών και αγνώστων, μασκαρεύοντας το φόβο του θανάτου σε ανέμελο περίπατο. Με το βλέμμα στις μύτες των παπουτσιών, με το ένα μου χέρι να κρατά το άλλο, Και με τη σκέψη πως ο θάνατος είναι μια πυκνοκατοικημένη πολιτεία: οι νεκροί είναι πολλαπλάσιοι των ζώντων, κι έτσι όπως πάνω στην πλάτη των νεκρών πατούν οι ζωντανοί και ζουν, οι ζωές τους ανατέμνονται με τρόπο παράξενο, κάπως σαν να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη που κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Κι ο ένας να μην γνωρίζει τον άλλο.

Φωτό: Κολωνία, 2014. | Κείμενο: μια θαμμένη καταχώρηση.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού