Το Tέλος των Ποιητικών Γενιών

Η γενιά, ένας όρος του Ορτέγκα υ Γκασσέτ, υπήρξε χρήσιμος όρος για να στεγάσει την ανομοιογένεια ποιητών και συγγραφέων του ’30, κι έπειτα για να ταξινομήσει την πληθική εμφάνιση ποιητών του ’70 κυρίως και του ’80. Έτσι κι αλλιώς όρος αυθαίρετος και πανταχόθεν αμφισβητούμενος είχε μια ταξινομική χρήση. (Αφήνω τις μεταπολεμικές γενιές απέξω για λόγους οικονομίας και γιατί βάζουν άλλα προβλήματα). Πέρα από την ταξινομική χρήση της, αν υπήρξε μια συνέπεια, αυτή είναι μια ανθεκτικότητα στην μετριότητα που εισήγαγε, κυρίως η Γενιά του ’70.

Πότε γενιά ποιητών στην Ελλάδα δεν είχε δυσαναλογότερη εκτίμηση λόγω της κατοχής των μέσων διάδοσης της λογοτεχνίας. Μόνο που τα χρόνια πέρασαν και ο όρος Γενιά δεν ήταν πάρα ένα δάνειο χρόνου για την παραγωγή έργου. Με το ελαστικότερο κριτήριο, ελάχιστοι έχουν παράγει έργο. Βιβλία επί βιβλίων, εφόρμηση στο αρχείο της Ιστορίας και προκατάληψη του χρόνου, ούτε καν στίχος εκτός μετρημένων στη μνήμη κανενός. Η αντίληψη της μετριότητας, διότι η Γενιά δεν έχει ταλέντο, έχει όμως τη δυνατότητα να βλέπει ότι δεν to έχει, τους έκανε να συνεργαστούν αγαστά με τα σχολικά προγράμματα, νομίζοντας πως ο εξαναγκασμός της διδακτέας ύλης θα τους έδινε την πολυπόθητη εν ζωή αθανασία. Κρατικοδίαιτοι οι περισσότεροι, αν και όχι δημόσιοι υπάλληλοι, γύρω από τις επιδοτήσεις και τα προγράμματα του Υπουργείου πολιτισμού και του Κέντρου Βιβλίου, έζησαν ζωή σχεδόν αργομισθίας που αργά και σταθερά υπήρξε βαρίδι για την ποιότητα του έργου τους. Βολεμένοι σε αμειβόμενα απυρόβλητα της ζωής, έζησαν μια χαμοζωή, μέσα σε κλίκες και τις λογικές τους.

Αλληλοσπαρασσόμενοι εσωτερικά, αλλά με ενιαία γραμμή υπερασπίσής τους σε κάθε εξωτερική απειλή, υπάρχουν ως η πλέον ευνοημένη και με τα πενιχρότερα αποτελέσματα γενιά λογοτεχνών εν Ελλάδι. Τελευταία ανακαλύφθηκε ότι το ποσοστό αυτών που δεν ξέρουν καλά μια ξένη γλώσσα σε θέσεις κλειδιά στη διάδοση της λογοτεχνίας είναι αρκετά υψηλό. Όσο για τη γενιά του ’80 που δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στην εντροπία των γραφομανών, αυτή σπαταλάει άσκεφτα το παραδεδομένο ήθος του ποιητή ως κατ’ εξοχήν διανοουμένου στη χώρα για να δημιουργήσει το κωδικοποιημένο πια πρότυπο : Ποιητής του 80 σημαίνει, άτομο με μειωμένες ηθικές αντιστάσεις και καλές δημόσιες σχέσεις. Το οποιοδήποτε έργο έχει γίνει τώρα επίφαση στο παιχνίδι της δημοσιότητας. Αναγκαία προϋπόθεση τόσο που θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Ένα βιβλίο με λευκές σελίδες θα μπορούσε να βραβευθεί όσο και οποιοδήποτε άλλο. Μηχανισμοί δημοσιότητας ανοίκειοι, όπως παπάδες, εκκλησία, φασίστες, δεξιοί αριστεροί, ιδρύματα, εκδότες χρησιμοποιούνται μαζί με το Κέντρο βιβλίου και την Εταιρία Συγγραφέων, τoν τελευταίο σοβιετικό θεσμό εν Ελλάδι, για την απομύζηση του πενιχρού οικονομικού ενδιαφέροντος του κράτους στον καιρό της κλεπτοκρατίας.

Ποιητές με ήθος, μέτριο ήθος, χωρίς ήθος συνωστίζονται στους διαδρόμους της αργομισθίας και της φήμης, καθώς ο συρφετός των γραφομανών ανατέλλει στο στερέωμα. Η γενική υποτίμηση του κύρους όλων των θεσμών είναι καθημερινό γεγονός και η Λήθη ο μόνιμος χορηγός κύρους. Τυχοδιωκτισμός, τσαλαβούτημα στα είδη γιατί κατά τα τα λεγόμενα ενός: θέλουμε δόξα εξαργυρώσιμη τώρα. Μέσα στη γενικότερη λογική των αρπαχτών φτάσαμε στο σημείο να δημιουργηθεί σοβαρή εκδήλωση για τη Γενιά του ’90 κατά την οποία υπήρχαν ομιλητές αλλά δεν υπήρχαν ποιητές.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό πανδαιμόνιο με το κριτήριο όλο και πιο χαμηλό η εικόνα του ποιητή γνώρισε τον μεγαλύτερο ηθικό εξευτελισμό της. Σήμερα και με την ίδια φορά της ηθικής κατάπτωσης ο κάθε γραφιάς βιάζεται τόσο για την προσωπική επικράτηση που δεν διανοείται ανήκειν ούτε για λόγους τακτοποίησης. Η λογική του κρατικοδίαιτου που συνέχει τους κριτές της ποιήσεως προωθεί ένα καινούριο ποιητή του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η λογιότητα, το μέτριο ταλέντο και η ακαδημαϊκή καριέρα.

Την ίδια στιγμή η ποίηση καταρρέει στην εργαλειακή λογική του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς γίνεται κάτι το διδακτό σε σχολές που ισχυρίζονται πως διδάσκοντας γραμματολογία, διδάσκουν ποίηση. Αλαφιασμένες κλίκες γύρω από περιοδικά και μηχανισμούς διάδοσης προσπαθούν να διαχειριστούν αποκλεισμούς κατά τη συνήθειά τους, προωθώντας αστέρες που στην επόμενη συλλογή τους διαψεύδουν. Τελευταία η ύπαρξη χρήματος στην Ακαδημία καθώς το Κέντρο Βιβλίου κατέρρευσε δημιουργεί συνωστισμό για βραβεύσεις εκεί πού μέχρι το ’90 οι ποιητές δεν περνούσαν ούτε απέξω. Το λογοτεχνικά περιοδικά έχουν κατ’  ουσίαν κλείσει και όσα επιζούν ή κάνουν τον εναλλακτικό τυφλοσούρτη στο μάθημα της λογοτεχνίας ή δεν έχουν καμία επίδραση στα καθημερινά τεκταινόμενα.

Ωστόσο παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος προμηθεύοντας από τις κλίκες τους και προωθώντας προς βράβευση ποιητές που την επόμενη χρονιά κανείς δεν θυμάται. Ο ποιητής, νομάδας μιας πραμάτειας χωρίς ζήτηση περιφέρεται από χωρίου εις χωρίον σε εκδηλώσεις από χομπίστες, αληθινούς ποιητές και ψώνια, σε μιαν απολαυστική κατανάλωση παρακμής μιας τέχνης που έδωσε ως τώρα έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές στον κόσμο, τον Καβάφη και δύο Νόμπελ.

Η παραγόμενη ποίηση ξεπερνάει την ικανότητα ενός ανθρώπου να λάβει γνώση της πόσω μάλλον να τη διαχειριστεί. Το σθένος στην αρνητική κρίση είναι ανύπαρκτο και η τυραννία της θετικότητας και των υπερθετικών βασιλεύει. Το κοινωνικό στάτους του γράφοντος αντικαθιστά την όποια αξία του, οι λογοτεχνικοί κύκλοι έχουν κι αυτοί ανάγκες εξωποιητικές και τις αντίστοιχες πελατειακές σχέσεις. Η ποίηση βρίσκεται σε κατάσταση λιπάσματος για το μέλλον και ο χρόνος θα κρίνει τα πράγματα ανασκοπικά.

Ο ποιητής που στο μέλλον θα αναγνωρίσουμε ως ευθύβολο σεισμογράφο του παρόντος ζει ανάμεσά μας αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο δύσκολο να τον διακρίνουμε. Ως απόπειρα ψύχραιμης αποτίμησης καλό είναι να θυμόμαστε πως η φήμη έχει πόδια από καπνό, δεν είναι να την κυνηγάς και η δόξα δεν φτάνει για όλους.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού