ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ:Καπνεργάτης

Ακόμα χαζεύω τα σύννεφα. Θέλω να πω, στέκομαι στη μέση του δρόμου και τα κοιτάζω, τα παρατηρώ, οι περαστικοί πέφτουν πάνω μου, εγώ ζητάω συγγνώμη και τους τα δείχνω. Έχουν ονόματα, έχουν εξήγηση, έχουν ταξίδια κι εγώ πάντα τη διάθεσή τους. Μην κάθεσαι στη βροχή, μου έλεγαν. Δεν κάθομαι στη βροχή, στα σύννεφα κάθομαι, απαντούσα. Είναι τα σχήματά τους αυτά που μου τραβούσαν περισσότερο την προσοχή. Και πόσο εύκολα τα άλλαζαν, για κάτι άλλο. Κοίτα ένας ελέφαντας, και ξέχναγα πως είχα μαλώσει. Κοίτα ένα λουλούδι, κι ούτε περνούσε πια από το μυαλό μου ότι πόναγα. Κοίτα μία συνθήκη. Να μεταφράζεις τα προβλήματά σου σε υδρατμούς. Μερικές φορές πιστεύω ότι επίτηδες έβαζα εμπόδια στον δρόμο μου για να έχω την αφορμή τους. Λες και χρειαζόμουν ιδιαίτερη αφορμή για φαντασία. Λίγα γραμμάρια σύννεφο ήθελα μόνο.

Οι άνθρωποι, πάλι, προτιμούν τους καπνούς από τα σύννεφα. Τους τσιγαρένιους. Αυτούς που μόνοι τούς δημιουργούν και μόνοι τούς καταστρέφουν. Αυτούς που ποτέ δε συμπάθησα. Ίσως γιατί μου θύμιζαν τον πατέρα μου. Κάπνιζε κι εκείνος δύο πακέτα τη μέρα, μπορεί και τρία. Το σπίτι ήταν ντυμένο στους καπνούς, σαν μια ομίχλη ανταποδοτικής αξίας. Μας έδινε την ομίχλη του κι εμείς υποσχόμασταν να μη τον ρωτήσουμε τίποτα. Λιγότερες ερωτήσεις, λιγότερο νοιάξιμο. Με τους περισσότερους έτσι συμβαίνει. Όταν βλέπω ανθρώπους να καπνίζουν το ένα μετά το άλλο, νιώθω ότι οφείλω να τους αφήσω ήσυχους. Να πάρω το νοιάξιμό μου και να καθίσω κάπου απέναντι, να τους παρατηρώ. Κάποια θυσία θα έχουν κάνει, για να θέλουν τόσο τσιγάρο στη ζωή τους. Σε κάποιο πακέτο θα υπάρχει αυτή η θυσία. Από εκείνα τα πακέτα που όλοι σε προειδοποιούν, το υπουργείο, ο πωλητής, η καρδιά σου, πως βλάπτουν σοβαρά την υγεία, που οι θυσίες βλάπτουν σοβαρά την υγεία και οι άνθρωποι όλο θυσίες είναι και όλο βλάβες, και οι θυσίες βλάπτουν σοβαρά τους εγωισμούς, τους άφιλτρους, τους καπνογόνους. Κάποια μέρα θα πρέπει να εφεύρω κι εγώ έναν καπνό, να μετριάσω τον εγωισμό μου , σκέφτομαι. Και κοιτάζω ψηλά.

Δεν ξέρω αν το μέτρο στη ζωή είναι κάτι που μαθαίνεις ή στο μαθαίνουν, ίσως καμία από τις δύο δεν είναι η σωστή απάντηση. Ξέρω πως κι οι άνθρωποι που λίγο καπνίζουν παρόμοια λαχτάρα εκτονώνουν. Έτσι ήταν κι ο παππούς μου. Πήγαινε στο καφενείο ή έβγαινε στην αυλή του κι άναβε τα σαντέ ή τα παπαστράτος και μοσχομύριζε ο τόπος. Έτσι κατάλαβα πως δεν είναι η μυρωδιά που αλλάζει από τσιγάρο σε τσιγάρο, είναι ο άνθρωπος εκείνος που κάνει το τσιγάρο του ανυπόφορο ή υποφερτό. Στο κάτω κάτω, τον ζήλευα τον παππού μου κι ήθελα κι εγώ ν’ ανάψω ένα δίπλα του, να κάτσω στα σκαλάκια πλάι του και να τον μιμηθώ. Να φυσήξω τον καπνό στον αέρα κι εκείνος να μου γυρίζει στο πρόσωπο. Να του μάθω να κάνει σχήματα, να θυμίσει σύννεφο. Κοίτα ένας ελέφαντας, κι η νικοτίνη να γίνεται προβοσκίδα. Κοίτα ένα λουλούδι, κι η πίσσα να απλώνει ρίζες.  Αν για κάτι ήμουν σίγουρος ήταν πως ακόμα και στα τσιγάρα ρίζες ζητάς.

Οι δικές μου ρίζες δε χρειάστηκαν τσιγάρο για να πιάσουν. Όσες φορές το δοκίμασα, δε βρήκα αυτό που θα με μάγευε αρκετά για να το συνεχίσω. Ίσως δεν είχα μάθει ακόμα να θυσιάζω ή να θυσιάζομαι. Δεν είχα μάθει να μοιάζω στον πατέρα μου. Κυρίως όμως δεν είχα έφεση στους εθισμούς. Κι είναι εθισμός το να καπνίζεις. Και εθισμός να θυσιάζεις. Αν είναι κάτι να θυσιάσω, θα ήθελα να έχει άρωμα δικό μου, έλεγα, όχι τεχνητό. Να μπορώ να πω ότι τον έκαψα τον παλιό μου εαυτό, τον τσιγάρισα, μέχρι που δεν έμεινε κομμάτι του άκαπνο. Μέχρι τότε θα τις μετράω τις φορές που έβαλα τσιγάρο στο στόμα μου. Λίγες και πολύτιμες : τότε που έμαθα ότι αρρώστησες, τότε που έμαθα πως πέθανες, τότε που γεννήθηκες, τότε που χώρισες, τότε που σ’ αγαπούσα τόσο που δεν είχα άλλο καπνό να σε φτάσω, τότε που υπηρέτησα και έκανα σκοπιά. Όλα μου τα τσιγάρα τα απηύθυνα σ’ αυτούς που μου τα άναβαν. Γιατί ποτέ δεν είχα σπίρτα μαζί μου για ξόδεμα. Προτιμούσα άλλος να είναι ο Προμηθέας της ζωής μου. Κι εγώ να τρώω το συκώτι του, να δω να επαναλαμβάνεται η τιμωρία του, πακέτο στο πακέτο.

Ακόμα χαζεύω τα σύννεφα. Θέλω να πω, στέκομαι στη μέση του δρόμου και τα κοιτάζω, τα παρατηρώ, οι περαστικοί πέφτουν πάνω μου, εγώ ζητάω συγγνώμη και τους τα δείχνω. Εκείνοι μου δείχνουν τα πεζοδρόμια. Μου λένε να είμαι προσγειωμένος. Σε τι, τους ρωτώ μέσα απ’ τα δόντια μου. Οι δικοί μου οι καπνοί φέρνουν βροχή, οι δικοί σας τι φέρνουν; Στους δρόμους θα μετράω τα χιλιάδες αποτσίγαρα, τα μισοπατημένα, τα μισογκρεμισμένα. Μάλλον γι’ αυτό ανάβουν το ένα πίσω από το άλλο. Για να μη νιώσουν τις θυσίες τους χαμένες. Για να μη δουν γρήγορα που σβήνουν. Τα αποτσίγαρα μου φέρνουν τη θλίψη που αρνούμαι να δω στους ανθρώπους. Μου θυμίζουν τις ζωές των ανθρώπων μου που πνίγηκαν στην ομίχλη, που δεν τους κατάλαβα ποτέ καλά, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ , το αμετάβλητο του παρελθόντος. Πειράζει όμως που θέλω ν’ αλλάζω σχήματα; Για μας τους μη καπνιστές, τα σύννεφα είναι τα τσιγάρα που δεν κάναμε ποτέ. Τα αχ μας, τα μείνε δίπλα μου, τα θα σ’ ακολουθώ όπου κι αν πας, τα δεν έχω να πληρώσω τις λαχτάρες μου , δεν έχω ούτε δραχμή για τις ανάγκες μου, τα θέλω να με κοιτάς που αλλάζω σχήματα, για σένα, που είμαι η φαντασία σου και τ’ άσπρο μαξιλάρι σου. Είμαι η θλίψη που θα δεις να γίνεται βροχή. Μόνο και μόνο για να σβήνει καμιά φωτιά από τσιγάρο.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού