ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ:Ποτάμι

Μου άρεσε από μικρός να κατεβαίνω στο ποτάμι. Να κατηφορίζω την πλαγιά, να την κουτρουβαλάω αν γίνεται και να φτάνω πρώτος από την παρέα. Το να βουτήξεις τα πόδια πρώτος ήταν κατόρθωμα και οι παρέες κάπως έτσι στήνονταν : από κατορθώματα. Βρισκόμασταν μονάχα καλοκαίρια στο νησί κι έπρεπε να απαλύνουμε τις διαφορές μας με κάποιον τρόπο. Ανάβαμε φωτιές, σκαρφαλώναμε στα δέντρα, τρέχαμε στα χωράφια μέχρι να ιδρώσουμε, να λαχανιάσουμε, να πέσουμε κάτω ξεροί ή ακόμα και ματωμένοι και να μην έχουμε κουράγιο να μιλήσουμε, γιατί αυτό μας έσωζε σαν παρέα, που δε μιλάγαμε. Τι να το κάνεις το καλοκαίρι σώο και ασφαλές. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι θυμόμαστε μονάχα τις ανασφάλειές μας με καμάρι και τους κινδύνους μας. Οι κίνδυνοι μας έφερναν κοντά και ξεχνούσαμε τις αποστάσεις που οι χαρακτήρες μας έπαιρναν με τον καιρό. Εκεί ήταν που συστηνόμασταν εκ νέου : είμαι αυτός που σε είδε να τσακίζεσαι και μαζί σου τσακίστηκα.

Στο ποτάμι δε τσακιζόμαστε ποτέ. Βουτούσαμε τα πόδια μας, το νερό έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο κι ακροπατούσαμε πάνω στις πέτρες , που ομολογουμένως γλιστρούσαν. Λες και το είχαν βάλει σκοπό να μας γελοιοποιήσουν. Εμείς όμως στεκόμασταν δυνατοί στο ύψος μας. Αν αισθανόμουν ότι μπορεί και να’ πεφτα στο νερό, δεν έφταιγα εγώ που ήμουν απρόσεκτος ή βιαστικός ή που δε το έστησα το βήμα μου πιο στέρεο, έφταιγε η πέτρα που γεννήθηκε για να με κάνει να πέσω. Ήταν η περίοδος που ο κόσμος μας ανήκε, είτε για να μας υπηρετεί, είτε για να μας δυσκολεύει. Στο τέλος βρίσκαμε όλοι από μια πέτρα για να κατηγορήσουμε και χαιρόμασταν με την κατάντια της. Ισορροπούσαμε κι αρχίζαμε να φωνάζουμε. Τα πρώτα χρόνια φωνάζαμε βρισιές, λέγαμε σκατά και γαμώτο και μουνιά και αρχίδια και γαμιέσαι και γελάγαμε και οι βρισιές πνιγόντουσαν από τα γέλια μαζί μας και τα δέντρα , τα νερά, οι ουρανοί έσκυβαν και χαμογέλαγαν με το θράσος μας. Όσο πλησιάζαμε στην εφηβεία, αφήσαμε τις βρισιές και φωνάζαμε τα παράπονά μας. Δε με αγαπάει κανείς. Η μάνα μου είναι άρρωστη. Ο πατέρας μου ξενοπηδάει. Ο δικός μου μας δέρνει. Ο παππούς μου πεθαίνει από καρκίνο. Έχω έιτζ. Ήταν αυτά που λέγαμε, αυτά που δεν ήξερε ο ένας για τον άλλον και που μόνο αυτές οι πέτρες μπορούσαν να στηρίξουν. Τις περισσότερες φορές έκλαιγαν μαζί με τα παράπονά μας.

Όταν χώρισαν οι δρόμοι μας για τα καλά, το ποτάμι στέρεψε. Τυχαία σίγουρα, όμως στέρεψε. Κατέβηκα πάλι καλοκαίρι στο νησί, κουτρουβάλησα με λαχτάρα την πλαγιά που οδηγούσε σ’ αυτό και το είδα άδειο, ξερό και δεν ξέρω γιατί ακριβώς, αλλά ένιωσα πως με τιμώρησε. Είδα τις πέτρες του στεγνές, που πια δε γλιστρούσαν , μονάχα γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο και δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω. Δεν είχα πια την ισορροπία που θυμόμουν, κανείς μας δεν την είχε, μετά βίας στεκόμουν πάνω τους για μερικά δεύτερα. Κι όταν το κατάφερνα, δεν είχα μυστικά πια να του πω, ούτε βρισιές να φωνάξω. Τα μοιράζεσαι όλα πια, σε φίλους, γνωστούς, τοίχους,  με λάικ, με κόμεντ, με φαβ, που δε μένει κάτι να πεις σε μια πέτρα. Στέρεψα κι εγώ. Και στεκόμουν εκεί, κοιτάζοντας το βουνό, περιμένοντας να κάνει μια νεροποντή, να δω τα νερά να κατεβαίνουν και μαζί να ζωντανέψουν τα μυστικά μας, οι οργές μας, οι φωνές μας, αφού πια δεν είναι μαζί μας. Στο κάτω κάτω, σαν ψάρι έξω απ’το νερό ένιωθα πάντα, χάθηκε λίγο νερό να με κάνει να νιώσω και πάλι ασφάλεια; Δεν ήρθε, ούτε το νερό, ούτε η ασφάλεια, ούτε το θαύμα. Οι πέτρες εξάλλου δε φημίζονται για τα θαύματα που κάνουν, αλλά γι’ αυτά που βυθίζουν μαζί τους στον πάτο.

Δεν ξαναπήγα από τότε να το δω. Είδα όμως άλλα ποτάμια, όμορφα, ορμητικά, γεμάτα. Τα φωτογράφισα, μίλησα γι’ αυτά, τα συνέστησα σε φίλους, αλλά κανένα δε με συγκίνησε αρκετά όπως το πρώτο. Μου είχε δώσει έναν τόπο αφετηρίας, έναν τόπο συνάντησης. Και πέτρες. Κουβάλησα μια δυο και τις έχω στο μπαλκόνι μου αραγμένες. Όταν δε νιώθω καλά, ανεβαίνω πάνω τους , ισορροπώ όπως μπορώ κι αρχίζω να φωνάζω τις αλήθειες που παρατηρώ. Με βλέπουν οι γείτονες κι αναρωτιούνται πόσο τρελός μπορεί να είμαι. Δεν έχω απάντηση σ’ αυτό. Φοβάμαι πως αν τους απαντήσω θα γλιστρήσω. Μπορώ όμως να τους φανταστώ να κρύβουν κι αυτοί κάπου κοντά τους τις πέτρες και να κάνουν τις ίδιες κινήσεις με μένα , τους βλέπω να παρατηρούν από απόσταση τους γείτονες και να μη τολμούν να φωνάξουν: Σε βλέπω που δέρνεις τη γυναίκα σου. Σε βλέπω που είσαι ανήμπορος κλεισμένος στο σπίτι σου. Σε βλέπω που αργοπεθαίνεις. Σε βλέπω που δεν αντιδράς. Σε βλέπω που χαίρεσαι. Το μυαλό μου πάει στην παρέα που έχασα, στα μυστικά και στις βρισιές της. Δεν έχω τα πρόσωπά τους κοντά, έχω όμως τα μυστικά τους, εδώ, στη γειτονιά μου, σε κάθε γειτονιά που κλείνει τα παράθυρα, αλλά η αλήθεια, η ασχήμια και η ομορφιά της φαίνεται κι έξω από αυτά. Στο κάτω κάτω οι γειτονιές σε πέτρες στηρίζονται.

Κατεβαίνοντας πολλές φορές στα πεζοδρόμια περιμένω το νερό να έρθει να μας πνίξει. Ή έστω να μας πλύνει, να μας κάνει όλους να πιάσουμε μια πέτρα κι αντί να τη δέσουμε στο λαιμό μας, να δέσουμε πάνω της τα όσα δε λέμε και μας κρατούν κλειδωμένους στους εαυτούς μας. Αν έρθει το ποτάμι και δε με βρει στο πεζοδρόμιο, εύχομαι να μου κτυπήσει το κουδούνι. Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι μας χωρίζει μία πέτρα δρόμος.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού