ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ: Πανηγύρι

Όποτε βρισκόμαστε στα πανηγύρια της Παναγίας στο νησί, τράβαγα τον ποδόγυρο του φουστανιού της μητέρας μου, σαν από νεύρα. Συνέχεια και συνέχεια. O ποδόγυρος ήταν η χειρολαβή μου και ο τρόπος να δείξω ενδιαφέρον, ανταπόκριση και συναίσθηση του περιβάλλοντος. Εδώ θα κατέβω, εδώ θα μείνω, εδώ θα κινδυνεύσω μακριά απ’ τον ποδόγυρό σου κι ας μη με πιστεύεις. Το ενδιαφέρον μου για τα πανηγύρια είχε σκορπίσει, προτού καλά-καλά ανάψει το γλέντι και στα μάτια μου κάθε γιορτή έμοιαζε ίδια. Τι κι αν βρισκόμαστε στην Ικαρία, τι κι αν γυρίζαμε από χωριό σε χωριό ακολουθώντας τις μουσικές και τα γέλια, όλα μου φαίνονταν ανούσια και φωνακλάδικα. Ήμουν παιδί που δεν καταλάβαινε τη μέρα, όπως και την ανάγκη του ανθρώπου να το χορέψει το καλό και το κακό του. Και με έπιανε το παράπονο, η γκρίνια που δεν είμαι στο κρεβάτι μου, στα σεντόνια μου και πώς να χαρώ με τόσα αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι μου, πώς να συνηθίσω τόσο άπειρο και πώς μετά να επιστρέψω στο τσιμέντο; Κάποτε με έπαιρνε ο ύπνος, ξαπλωμένο στις ξύλινες ή στις μαρμάρινες πεζούλες , με το κεφάλι μου να ακουμπά στα γόνατα της μάνας μου. Συνήθιζα.

Συνήθιζα να μεγαλώνω με τα φωνακλάδικα καλοκαίρια και τα πανηγύρια γύρω μου. Συνήθισαν κι αυτά να μεγεθύνονται, χρόνο με τον χρόνο να γίνονται πιο φωνακλάδικα, λες και κατάλαβαν πως τους γυρνώ την πλάτη και μου φώναζαν « Δώσε μας λίγο προσοχή, μπορούμε να σε ξεκουφάνουμε αν το θελήσουμε, μη μας αναγκάσεις ». Τα διευκόλυνα, ανάγκαζα τον εαυτό μου. Να συμμετέχω, έστω κι από ντροπή. Να τρώω μαζί τους, αλλά να μη χορταίνω, να πίνω μαζί τους, αλλά να μη μεθάω, να γλεντάω μαζί τους, αλλά να μη διασκεδάζω. Συνήθιζα να είμαι παρών, αλλά να είμαι απών. Μεγάλωσα και δεν το έφερε η στιγμή, ούτε που το προσπάθησα, να επιστρέψω στο νησί δεκαπενταύγουστο. Τα πόδια μου ήταν πάντα ατσούμπαλα, δε θα μπορούσαν ποτέ χορό να εκφράσουν και βάρος να αλαφρύνουν. Μέχρι σήμερα ο δεκαπενταύγουστος μου γεννά περισσότερο απορίες, παρά χαρές. Μιλάμε για την κοίμηση ή για την αρχή του τέλους των θερινών μας διακοπών; Είναι η κοίμηση χαρά, λύπη ή αφορμή για γλέντι; Η μέρα στέκεται γυμνή κι αποκομμένη από τη θρησκευτική της ταυτότητα. Και δεν ξέρει τι είναι. Ούτε εμείς ξέρουμε.

Ξέρουμε να βρίσκουμε, όπου σταθούμε και βρεθούμε,  εκκλησάκια και γελάμε  με την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει ή την απληστία του ιερέα να το χτίσει τόσο κοντά με το διπλανό εκκλησάκι, σαν φούρνοι το ένα με το άλλο, να διαλαλούνε το ψωμί κι εσύ να πρέπει να διαλέξεις, με ποιο ψωμί θες να σωθείς, με ποιο ψωμί να παντρευτείς, να βαπτιστείς και να θαφτείς. Δεν έχει σημασία ο τόπος, σου λένε, κι όμως μέσα τους λαχταράνε να επιλέξεις το δικό τους. Κι εσύ διαλέγεις ένα. Όλοι διαλέγουν ένα. Για να βγάζουμε φωτογραφίες με τα κεριά που δεν ανάβουμε, με τις καμπάνες που δε γουστάρουμε να κτυπούν, με τις εικόνες που σιχαινόμαστε να φιλήσουμε, με τους παπάδες που ένας θεός ξέρει τι κρύβουν κάτω από γένια και ράσα. Πιστεύω ακράδαντα πως είμαστε ένας άθρησκος λαός, γιατί ποτέ κανείς δε ρώτησε γιατί · γιατί πιστεύουμε, γιατί νηστεύουμε, γιατί να κτίζουμε ναούς, ενώ δεν έχουμε πιστούς, γιατί να κάνουμε σταυρούς, ενώ τα ίδια δάκτυλα δε βοηθούν ούτε τον γέρο, ούτε τον άστεγο, ούτε τον μετανάστη, ούτε τον συγγενή. Τα δάκτυλα τα έχουμε μόνο για να τα κουνάμε και για να φασκελώνουμε. Κι ακόμα και τότε, τίποτα δεν αλλάζει μέσα μας. Έτσι είναι, γιατί έτσι τα βρήκαμε και γιατί έτσι θα τα αφήσουμε.

Όποτε βρισκόμαστε στα πανηγύρια της Παναγίας στο νησί, τράβαγα τον ποδόγυρο του φουστανιού της μητέρας μου, σαν από νεύρα. Συνέχεια και συνέχεια. Και μ’ έπαιρνε σηκωτό από κει, και μου’ταζε πως δε θα με σύρει σ’ άλλο πανηγύρι αφού δε θέλω, και θα φροντίσει πανηγύρια στη ζωή μου να μη συναντώ. Κι εγώ της τράβαγα τον ποδόγυρο του φουστανιού, γιατί αναγνώριζα το ψέμα της. Γιατί και στη πόλη μέσα μάς περίμεναν τα ίδια πανηγύρια. Κι ας μην είναι αφιερωμένα σε κάποιον άγιο, κι ας μην έχουν ψητό και χορό και κρασί, είναι των ημερών η πιο ένοχη απόλαυση. Βαράει η μουσική, βαρούν τα ντέφια κι εσύ πρέπει να χορέψεις στο ρυθμό τους, να βρεις ποιον θα κατηγορήσεις, γιατί πρέπει για όλα να έχεις μιαν άποψη, για ζώντες και νεκρούς, και στους νεκρούς να βγάλεις περισσότερο φαρμάκι, γιατί – τι ατυχία – δε ζουν τον εαυτό τους να υποστηρίξουν. Θα τους πεις ατάλαντους, γελοίους, καλοπερασάκηδες, αδερφές ή τσαμπατζήδες, θα τους πεις ό,τι κατεβάσει η κούτρα σου και όσο πιο γρήγορα το κάνεις, τόσο καλύτερα για σένα, γιατί θα πρέπει πρώτος στο χωριό να βγεις , κάλλιο δεύτερος στην πόλη. Δε θυμάμαι άλλοτε τόσο κόσμο να γελά και να ειρωνεύεται με τον θάνατο. Του άλλου, όχι των δικών του ανθρώπων. Λες και θέλει να τον ξορκίσει μακριά από κείνον. Λες και είναι εύκολο, όταν χάνεις δικό σου άνθρωπο να ακούς τις γνώμες των χιλιάδων αγνώστων που δεν τον έζησαν, παρά μόνο είδαν μια εικόνα του και θέλουν προτού κρυώσει ακόμα το σώμα να την πουν, γιατί θα σκάσουν, ο χάρος τους έχει πιάσει από το λαιμό και μόνο με φαρμάκι γλιτώνουν.

Εδώ και καιρό, αδυνατώ να οργανώσω τη σκέψη μου. Ξεκινώ να γράφω και ξεχνάω από πού άρχισα, πού θέλω να καταλήξω, τι θέλω να πω. Συνεχίζω, τουλάχιστον, να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου, όπως κι όσους γύρω μου πασχίζουν να αποδείξουν ότι είναι παρόντες. Η πέτρα περισσότερο από μας θα επιζήσει και η καμπάνα όσο κι αν θέλουμε να φωνάξουμε, πάντα πιο δυνατά απ’ τις φωνές μας θα ακούγεται. Πιστός μέσα στην απιστία μου, ελπίζω να βρω ένα δικό μου άσπρο εκκλησάκι να προσκυνήσω όχι το όνομα , ούτε το μέλλον μου. Δεν μου αρκεί να σκέφτομαι το πανηγύρι στο χωριό. Θέλω να βρω κάτι ταπεινό που να πιστέψω πως ποτέ δε θα χαθεί. Και σ’ αυτό το ταπεινό να του φορέσω τα καλά του – απ’τα καλά που δε φοβάσαι να σου λερωθούν όταν θα παίξεις με τα χώματα. Κι ύστερα μαζί να πάμε στο πανηγύρι του χωριού, εκεί που σε μεθά μόνο και μόνο το ότι στέκεσαι κάτω από πλάτανους τόσο γέρικους , όσο κρατούν όλες του κόσμου σου οι γενιές. Εκεί να αποκοιμηθώ , γνωρίζοντας ότι, όποτε κι αν ξυπνήσω, η ζωή θα είναι ατέλειωτο πανηγύρι.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού