ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ: Αφετηρία

Έκανα πάντα συλλογές. Μάζευα καπάκια από μπύρες, βόλους, ρετάλια υφασμάτων , χρησιμοποιημένους αναπτήρες, κόμικς και πλεϊμομπίλ, τουβλάκια και άδεια σωληνάρια οδοντόπαστας. Δεν είχα λόγο να τα μαζεύω, απλώς τα μάζευα. Τα κουβαλούσα μαζί μου από δωμάτιο σε δωμάτιο , ήταν ο θησαυρός μου και ήμουν ο φύλακάς του και τον μέτραγα με τα χέρια μέσα στις τσέπες. Προσπαθούσα να υπολογίσω πόσα κομμάτια έπιανε το χέρι μου, κάθε φορά που το βουτούσα μέσα στην τσέπη. Σπάνια κατάφερνα να βρω τον αριθμό. Αλλά δεν το έβαζα κάτω. Το βούταγα ξανά.

Στην περασμένη μου ζωή είχα μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά να μετρώ μέχρι το 100, πρωτεύουσες και νομούς, τα θαύματα του κόσμου, τις δέκα εντολές. Δεν ξέρω αν με βοήθησαν όλα αυτά ή αν τα ξέχασα με τη μετάβασή μου στην ενήλικη ζωή. Θυμάμαι όμως με πόσο πείσμα τα έλεγα ξανά και ξανά τα παπαγαλίστικά μου, μέχρι να μάθω εντελώς το μάθημά μου. Όταν το μάθαινα με επιβράβευα με άλλο ένα αντικείμενο για τις συλλογές μου. Ένα τουβλάκι μπορεί να έχτιζε ένα μου μάθημα Θρησκευτικών, ένας μου βόλος να ισοπέδωνε μια χρονική μου αντικατάσταση στη γλώσσα. Όταν δεν  μάθαινα το μάθημά μου όπως έπρεπε, έλεγα στη μάνα μου να κρύψει το πιο αγαπημένο αντικείμενο της συλλογής μου και να μου το φανερώσει μόνο όταν γίνω καλύτερος. Σε τι; Σε όλα.

Ήταν τόσο σοφά δομημένος ο κόσμος μου  που απορώ πώς σήμερα κατέρρευσε. Ή σχεδόν κατέρρευσε. Θυμάμαι τους δασκάλους μου να πιστεύουν σε μένα, να μου χαϊδεύουν το κεφάλι και να λένε πώς κάποτε θα τους μοιάσω κι εγώ να χαίρομαι γιατί το να τους μοιάσω ήταν πιο πολύτιμο κι από τους βόλους μου. Θυμάμαι τη βροχή που ήταν παιχνίδι και ποτέ μπελάς και απορώ πώς σήμερα δεν βγαίνω στον δρόμο να την γιορτάσω. Θυμάμαι να κάθομαι στο πάτωμα και να κοιτάζω τη γιαγιά μου πάνω απ’ τη ραπτομηχανή της να στενεύει και να φαρδαίνει ρούχα και διαθέσεις. «Γιαγιά, σήμερα δεν έχω όρεξη. Δε με χωράν τα ρούχα μου» της έλεγα. Και μου χαμογελούσε λέγοντάς μου : «Τα ρούχα δεν είναι για να σε χωράνε, είναι για να τα χωράς .» Δεν καταλάβαινα πολλά από τα λόγια της. Πέρασαν χρόνια μέχρι να μπω τυχαία στο νόημά τους. Εγώ μάζευα τα κουρελάκια από τα υφάσματά της και σκεφτόμουν ότι κάποτε με όλα αυτά θα φτιάξω ένα σκέπασμα , να μπαίνω κάτω απ’ αυτό και να ζεσταίνω τη ζωή μου. Ευτυχώς τώρα δε ζει να δει αυτό που δεν κατάφερα.

Δεν είμαι ο μοναδικός. Κανείς γιατρός δεν θα με δεχτεί στα σοβαρά , γιατί τα συμπτώματά μου δεν είναι ατομικά, είναι συλλογικά. Βγαίνω απ’ το σπίτι και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες σκεπάσματα έμειναν στη μέση και πόσες ζωές κρυώνουν. Έραψα στο πέτο του σακακιού μου ένα θερμόμετρο να βλέπω κάθε στιγμή τις συμπεριφορές των γύρω μου και πώς αυτό επηρεάζεται. Τις περισσότερες στιγμές ζούμε τον καύσωνα. Το θερμόμετρο πιάνει 40 , το νιώθω να ζεσταίνει το στήθος μου. Κουβέντες , νεύρα και πίεση. Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τις λέξεις που ξεστομίζουν, οι λέξεις τους θα ξεχάσουν τους ανθρώπους που πληγώνουν. Θα τσακωθούν στην ουρά, στο ταμείο, στο λεωφορείο, στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ, για τις τιμές, για τις αυξήσεις, για το μέλλον, για το παρόν, για το απόν, για τη δική σου την ευθύνη και τις δικές σου οφειλές, κάποτε θα μιλήσουν και για τις δικές τους πράξεις, μόνο όμως όταν ξεμείνουν απ’ τις δικές σου. Βλέπω τα χέρια τους να κινούνται, έτοιμα να πιαστούν, να κρεμαστούν, να γρονθοκοπήσουν, να κολυμπήσουν στη θάλασσα που στεριά δεν έχει. Τα δικά μου τα χέρια τα κολλάω στο σώμα και σκέφτομαι «αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν θησαυρούς στις τσέπες τους να κρατήσουν;» και πιάνω άλλη μια φορά σφιχτά τους βόλους στις δικές μου.

Γυρίζω σπίτι και έχω τόσα στο κεφάλι μου. Τις περισσότερες φορές θέλω η πόρτα να κλειδώσει και να μη μ’ αφήσει άλλη φορά έξω να βγω. Να μείνω μέσα στον μικρόκοσμό μου, τον αυτιστικό, με τα πλέιμομπιλ και το βιουμάστερ και να κοιτάζω τις ζωές απ’ το παράθυρο. Αυτές που καίγονται από οργή κι από θυμό. Δεν έχω ακόμα κατορθώσει την απόφαση. Ίσως γιατί μου λείπουν ακόμα ρετάλια για το σκέπασμα , ίσως γιατί στο σπίτι καταφέρνω το θερμόμετρο να το γλυκάνω, να το πάρω με το καλό και να υποχωρήσει, να φτάσει στα επιτρεπτά μου όρια. Αυτή η θερμοκρασία δωματίου, είναι που με κρατά ζωντανό. Να σκεφτώ αυτά που έξω με ξεπερνούν. Να απαντήσω σε αυτά που με αφήνουν άφωνο. Σήμερα που η ζωή απαξιώθηκε, μόνο με τους δικούς σου θησαυρούς μπορείς πια να την αγοράσεις. Τα απλώνω όλα στο πάτωμα λοιπόν. Και πιάνω ένα προς ένα τα παιχνίδια μου, να δω σε ποια θερμοκρασία ζωντανεύουν.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού