ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΗΜΕΡΑΣ Πεθαίνω ως Χώρα: Ένα Σημείωμα για Mας, τη Χώρα, τη Zωή, το Θάνατο

Η στειρότητα.

Ο φόβος κάθε γυναίκας και κάθε εποχής, υπήρξε η εναρκτήρια ιδέα ενός βιβλίου που εκδόθηκε για πρώτη φορά εν έτει 1978.

Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, παρά τα θαύματα της ιατρικής επιστήμης, η στειρότητα παραμένει φόβος ακαταπράυντος, αφού το θέμα δεν είναι η γυναίκα να συλλάβει με όποιον τρόπο, λ.χ. εξωσωματικά ή να αποκτήσει παιδί μέσω μιας παρένθετης μητέρας, αλλά να συλλάβει εντός της μήτρας της και να γεννήσει από τις συσπάσεις της.

(…) «Την χρονιά εκείνη καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί».

Η χρονιά αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το 2012, το τρέχον έτος, το παρόν μας. Μια χρονιά χωρίς γεννήσεις, μάλλον με αυτοκτονίες. Αυτοκτονίες καθημερινές. Ενίοτε και δημόσιες. Αυτοκτονίες ανεξαρτήτου αιτίας. (Το λέω γιατί ουδείς, ει μη μόνον ο αυτόχειρ, είναι σε θέση να γνωρίζει τις ακριβείς αιτίες της απόφασής του. Καμιά φορά δε, ούτε καν αυτός).

Από την άποψη λοιπόν ετούτη, ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου, ήταν κάτι παραπάνω από διαισθητικός: η στειρότητα έμελλε όντως να επέλθει και επήλθε, με όλα της τα συνεπαγόμενα. Την υστερία πάνω απ’ όλα.

Όπως είναι φυσικό δε, όταν μελετάμε έναν συγγραφέα διαισθητικό, αδημονούμε να δούμε πού το πάει, τη συνέχεια, το παρακάτω, την κατάληξη. Γιατί αν όντως τα πράγματα ως τώρα εξελίσσονται όπως τα είχε διαβλέψει, ίσως στις επόμενες γραμμές του κειμένου του, βρούμε απαντήσεις ή στοιχεία για το τι πρόκειται να επακολουθήσει.

Μας λέει λοιπόν:

«Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να ‘ρθει στον κόσμο. (…)».

Η διατύπωσή του, λιτή όσο δεν πάει, παραπέμπει στη Βίβλο. Το τέλος των γενεών, η εξαφάνιση του είδους δηλαδή, είναι αυτό που διαγράφεται στην αμέσως επόμενη ετούτη φράση του Δημήτρη Δημητριάδη, ο οποίος κάνει μάλιστα λόγο για «ξεθεμελιωτική συμφορά». Για μια κατάσταση δηλαδή που ξηλώνει τα θεμέλια και αποδομεί ό,τι ως τώρα έχει χτιστεί. Γίνεται μάλιστα ακόμη πιο συγκεκριμένος στην πρόγνωσή του, όταν μιλά για το διχασμό των αντιδράσεων που θα προκύψουν απέναντι στο φαινόμενο αυτό της πλήρους αποσάθρωσης και εντελούς αποσύνθεσης: μια μικρή μερίδα κόσμου, φέρεται να αντιδρά βίαια με πυρπολισμούς δημοσίων κτηρίων, καταστροφές μνημείων, εθνικών συμβόλων, ακόμη και με δολοφονίες, και μια μεγάλη μερίδα, η πλειονότητα, που «μαθημένη στην εγκράτεια» καθώς είναι, χαλιναγωγεί και περιορίζει την απελπισία της σε χώρους ιδιωτικούς, με πλείστες όσες ψυχικές συνέπειες για τη μερίδα αυτή.

Εδώ ο λόγος για τον πανικό. Όσο είσαι ενδοτικός σε παρά φύσιν συνθήκες, όπως είναι οι συνθήκες του τέλους της αναπαραγωγής, του τέλους της δημιουργίας, πνευματικής, πολιτιστικής, του τέλους με δυο λόγια της ελπίδας, τόσο αυξάνεις τις πιθανότητες να περιέλθεις σε πανικό, να γίνεις άνθρωπος εν κρίσει, για να χρησιμοποιήσουμε την λέξη που πιο συχνά από οποιαδήποτε άλλη ίσως έχει αρθρωθεί σ’ ετούτη τη Χώρα, τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια.

Η διορατικότητα λοιπόν του συγγραφέα έφτασε μέχρι του σημείου λοιπόν να προβλέψει τον πανικό αλλά και την κατάθλιψη που επρόκειτο να αναδυθεί, όχι βέβαια ως φαινόμενο καινοφανές (ο πανικός, η κατάθλιψη όπως και όλες οι ψυχικές ασθένειες και δυσλειτουργίες είναι ως γνωστόν σύμφυτες με τον άνθρωπο και παράλληλες με την εμφάνιση και την προϊστορική και ιστορική πορεία του), αλλά ως μάστιγα: ως φαινόμενο συχνό και με διαστάσεις ανησυχητικές.

Σαν αυτή την άγονη λοιπόν Χώρα με τις άγονες γυναίκες, μα και τους άγονους άνδρες, όπου οι περισσότεροι δαγκώνουμε με λύσσα τα μαξιλάρια μας, ενώ μια μικρότερη μερίδα ξεσπάει και βιαιοπραγεί, πεθαίνουμε καθημερινά. Σ’ αυτή τη Χώρα που αγαπάμε να μισούμε και να κατηγορούμε και να ενοχοποιούμε για όλα μας τα δεινά, πεθαίνουμε. Σ’ αυτή τη Χώρα που όπου κι αν πάμε μας πληγώνει, αλλά περισσότερο ακόμη μας πληγώνει αν δεν πάμε πουθενά, πεθαίνουμε. Σ’ αυτήν και σαν αυτήν.

Η σχέση με τη Χώρα αντικατοπτρίζει κατά κάποιον τρόπο τη σχέση με τη μάνα. Τη μάνα που δεν μας ανάθρεψε σωστά, τη μάνα που μας στέρησε χαρές, τη μάνα που μας καταπίεσε, τη μάνα που μας παραμέλησε, τη μάνα που μας παραπληροφόρησε, τη μάνα που μας πρόδωσε, τη μάνα που κοίταζε την πάρτη της, τη μάνα που μας αμφισβήτησε, τη μάνα που μας αδίκησε, που μας έφαγε τα νιάτα, τη μάνα που μας τιμώρησε σκληρά, τη μάνα που μας γεννοβόλησε μα δεn μας έμαθε πώς να ζούμε. Μας αμόλησε και μας παράτησε. Μας εξέθεσε. Χωρίς μια συμβουλή της προκοπής, χωρίς ένα εγχειρίδιο για το πώς λειτουργεί ο κόσμος στον οποίο μας έφερε.

Σ’ αυτή τη μάνα ωστόσο είναι που μοιάζουμε, αναπόφευκτα. Σ’ αυτή τη Χώρα, άρα. Κι αυτή η μάνα τώρα ψυχορραγεί. Η γριά αυτή είναι τώρα μόνη της στο θάλαμο, αυτή η γριά μάνα Χώρα, που δε δίστασε να στείλει τα παιδιά της σε πολέμους και ψυχιατρεία, στη μετανάστευση και στη ζητιανιά, είναι τώρα μόνη της στο θάλαμο του τέλους. Μουρμουράει, βρωμάει και κοντανασαίνει. Πλησίασέ την αν τολμάς. Κράτα της το χέρι. Βρέξε της το στόμα.

Και μην το κάνεις για κείνη αν δεν θες. Κάν’ το για σένα. Είναι γνωστό πόσο ευεργετικά επιδρά στη ψυχολογία, όταν συντρέχουμε κάποιον, όταν γινόμαστε αρωγοί, νοσοκόμοι, όταν περιθάλπουμε, όταν προσφέρουμε. Κάν’ το για σένα, για να νιώσεις καλύτερα εσύ, για να πάρεις τα πάνω σου εσύ, για το δικό σου ηθικό, για να μην πεθάνεις σαν Χώρα, να πεθάνεις, όταν έρθει η ώρα, όπως σου πρέπει: σαν μονάδα.

Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού