Η αναπόφευκτη σύγκρουση του «Πλούτου»

«Βρεκεκε, κουαξ κουαξ!» Ιαχή των βατράχων στους «Βατράχους», στ. 209.

Ο «Πλούτος» είναι το τελευταίο από τα έντεκα έργα του Αριστοφάνη που διασώζονται και παρουσιάστηκε το 388 π.Χ. με άγνωστο όμως βαθμό αποδοχής από το αθηναϊκό κοινό, ενώ ένα άλλο έργο του με όμοιο τίτλο που γράφτηκε το 408 π.Χ. απωλέσθηκε δυστυχώς μέσα στον αδυσώπητο κυκεώνα του χρόνου. Μολονότι η πατρότητα του έργου αμφισβητείται έντονα από σπουδαίους ελληνιστές, όπως τον K. J. Dover, το αριστοφανικό πνεύμα αναντίλεκτα δεσπόζει και σ’ αυτή τη δίχως «παράβαση» κωμωδία. Μ’ άλλα λόγια, από τον «Πλούτο» ελλείπει το ιδιότυπο τμήμα της κωμωδίας που ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε για να εκφέρει ελεύθερα τις προσωπικές του κρίσεις για πρόσωπα και πράγματα δια στόματος του χορού. Υποστηρίζεται πάντως σθεναρά πως αυτό οφείλεται στον περιορισμό της ελευθερίας του από σκηνής λόγου και γενικότερα σε απαγορεύσεις που είχαν επιβληθεί στις κωμωδίες.

Αν όμως η απουσία της παράβασης είναι ενδεχομένως μία δυσάρεστη συνέπεια του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης σε χαλεπούς καιρούς για την αθηναϊκή δημοκρατία, η απαγόρευση της δίχως παράβασης παράστασης στη σύγχρονη Ελλάδα εν έτει 2004, τουτέστιν περίλαμπρης εποχής της αθλητικής και πολιτιστικής Ολυμπιάδας, συνιστά μία ανερυθρίαστη, βάναυση και απροφάσιστη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου. Και παρόλο που η σύγκρουση του «Πλούτου» με τις συντηρητικές θρησκευτικές δομές της καθεστηκυίας τάξης ήταν για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω αναπόφευκτη και εν πολλοίς αναμενόμενη, το γεγονός αυτό δεν απαλύνει καθόλου τη βαναυσότητα και το αναβλύζον πικρό συναίσθημα της αδικίας και της ανελευθερίας.

Εκ πρώτης βέβαια όψης η εναντίωση των ιεραρχών στην παράσταση του «Πλούτου» θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη εντύπωση δεδομένου ότι: (α)στοιχεία της αρχαίας κωμωδίας αποτυπώνονται έντονα σε ακατέργαστη μορφή στην ελληνική λαϊκή παράδοση μέσα από δρώμενα και έθιμα όπως τα «εξαμηνία» στη Λέσβο, ο «καλόγερος» στις Σέρρες, τα «ερωτόπαθα» στην `Ανδρο, τα «φαλλοτράγουδα» στην Εύβοια, το «πώς το τρίβουν το πιπέρι» στη Σκιάθο, το «πανωπροίκι» στη Θήβα κ.α. (β) η κωμωδία είναι ο αντίποδας της τραγωδίας καθώς και οι δύο θεμελιώνονται πάνω σε πυρηνικά στοιχεία της ανθρώπινης υπόστασης, στο Δέος και το Σκώμμα αντίστοιχα.

Παρόλα αυτά, τέσσερις κυρίως λόγοι με στέρεες ρίζες στο παρελθόν και μακριά κλαδιά για το μέλλον μας οδηγούν στο συμπέρασμα της αναπόδραστης σύγκρουσης.

Πρώτος λόγος: Ο μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγος, ο οποίος είχε προ πολλού ταχθεί ενάντια στη διεξαγωγή παραστάσεων στον ανενεργό «προαύλιο χώρο του ναού» (κατά τον ίδιο) ή στην παλαιά ακρόπολη που γειτνιάζει με το ναό του Αγίου Νικολάου (κατ’ άλλους) με το αιτιολογικό της μη προτέρας γνώσης των θεατρικών κειμένων. Τελευταία συνέπεια της άτεγκτης και σχεδόν δικτατορικής του θέσης ήταν η φίμωση του «Πλούτου». Το ίδιο βέβαια συνέβη και με την αθώα παράσταση του Τάσου Χαλκιά και της Ελένης Γερασιμίδου λίγες βδομάδες πριν, ενώ οι «Επτά επί Θήβας» του Γιώργου Κιμούλη έτυχαν καλύτερης μοίρας αφού τελικά παίχτηκαν στο προαύλιο του A ‘ Γυμνασίου Σερρών. Ο ρόλος του αγγέλου κακών ειδήσεων ανατέθηκε ωστόσο ανεπίσημα στο Βασίλη Τσιβιλίκα, όταν στις 26 Ιουνίου πληροφορήθηκε πως ήταν ο τελευταίος που θα έπαιζε φέτος στην ακρόπολη.

Δεύτερος λόγος: Η δημόσια συμπεριφορά του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, η οποία αντανακλά το χαρακτήρα, την ιδιοσυγκρασία και τις πεποιθήσεις του προκαθημένου της εκκλησίας της Ελλάδας. Από το «σας πάω» και τ’ αθώα ανέκδοτα, μέχρι την υπερβολική έκθεση στα ΜΜΕ, τον ιερό πόλεμο για τις ταυτότητες (που εσχάτως παραπέμφθηκε στις καλένδες), τις πολιτικού τύπου παρεμβάσεις, την άκομψη, άκαιρη, ποδοσφαιρικώς ανιστόρητη και θεολογικώς εσφαλμένη επέμβασή του στα επινίκια της εθνικής ομάδας, τους πρόσφατους «όπισθεν ολοταχώς» μύδρους εκ του άμβωνα και το τελευταίο, βραχείας διάρκειας, αποκορύφωμα λογοκρισίας του σπουδαίου κατά τ’ άλλα κλασικού Αριστοφάνη.

Τρίτος λόγος: O αριστοφανικός λόγος που ηλεκτρίζει τη σεμνοτυφία αλλά και το θέμα της κωμωδίας. Ο «Πλούτος» βάλλει κατά των κρατούντων και η κατάληξη του έργου είναι οι άνθρωποι να μην προσεύχονται πια στους θεούς, οι ιερείς να δυστυχήσουν, οι ναοί να μείνουν άδειοι και οι θεοί νηστικοί. Πόσο επικίνδυνο είναι το υπέρμετρα αισιόδοξο αριστοφανικό μήνυμα για το ποίμνιο της εκκλησίας της Ελλάδας, τους ποιμένες της, αλλά και τους απανταχού πιστούς και ποιμένες λοιπών θρησκειών; Καθόλου θα αντέτεινε ένας μέσος καλόπιστος νους, ο οποίος μάλιστα θα θεωρούσε άκρως απίθανη την ύπαρξη ενός τέτοιου λόγου ως γενεσιουργού λογοκρισίας. Ο υποφαινόμενος, όμως, δεν μπορεί παρά να μειδιάσει και κάπως χαιρέκακα να υπενθυμίσει πως δεν πρέπει να κρίνουμε «εξ ιδίων τους αλλοτρίους νόας».

Τέταρτος λόγος: Αυτός είναι και ο σημαντικότερος, επειδή ακόμη κι αν τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα ήταν διαφορετικά τούτος δεν θα εξέλιπε αλλά θα συνέχιζε να υπολανθάνει. Ο λόγος αυτός συμπυκνώνεται τέλεια στα γραπτά του αλησμόνητου Κορνήλιου Καστοριάδη όταν εκείνος ομιλεί για την «καταπληκτικά αντιφατική επίκληση δύο παραδόσεων τελείως ασυμβίβαστων μεταξύ τους», της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Η Αρχαία Ελλάδα ενσαρκώνει την αμφισβήτηση και τη δημοκρατία, το Βυζάντιο τη θεοκρατία και το συντηρητισμό. Αναμφίβολα, στην προκειμένη περίπτωση οι ιεράρχες της ελλαδικής εκκλησίας εμφανίζονται ως σύγχρονοι εκπρόσωποι της θεοκρατικής, συντηρητικής και εξουσιαστικής βυζαντινής παράδοσης, ενώ ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη ως εκπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής. Κατά συνέπεια, η σοβούσα σύγκρουση είναι διηνεκής και αναπόφευκτη παρά τις επιμελείς και επί δεκαετίες επιτυχείς προσπάθειες απόκρυψής της από τους συγγραφείς των σχολικών μας εγχειριδίων.

Αλίμονο! Δεν μας χρειαζόταν η όραση του Λυγκέα για να προβλέψουμε το αναπότρεπτο!


Παράθυρα Λογοτεχνίας για Νέους

Intellectum 10

[
Μενού